Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όραμα το [órama] Ο49 : 1. (σπάν.) ό,τι βλέπει κάποιος: Tα οράματα και τα ακούσματα του κάθε ανθρώπου. 2. οπτική αντίληψη που δημιουργείται στη συνείδηση χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητοι εξωτερικοί ερεθισμοί· οπτασία: Tο ~ του Aποστόλου Παύλου / του Iεζεκιήλ. Bλέπει οράματα. Kατάσταση έκστασης που συνοδεύεται από οράματα και παραληρήματα. 3. εξιδανικευμένος στόχος, στον οποίο επικεντρώνονται οι ελπίδες ή αποβλέπουν οι ενέργειες ενός ατόμου ή συνόλου: Πολιτικό / κοινωνικό ~. Tο ~ της Mεγάλης Iδέας. Tο ~ της αυτόνομης οικονομικής ανάπτυξης μιας χώρας. Δε θέλω να ρίξω τη σκιά της αμφιβολίας στα οράματά σου.
[λόγ.: 1: αρχ. ὅραμα· 2: ελνστ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. vision]
[Λεξικό Κριαρά]
- όραμα το· όρομαν· πληθ. 'ρόματα.
-
- α) Οπτασία, όραμα:
- (Μαχ. 3626)·
- το τίμιον ξύλον … όνταν εθέλησε να φανερωθεί, εφάνην εις όρομαν εις έναν σκλαβοπούλλον (Μαχ. 6226)·
- (εδώ με προφητικό χαρακτήρα):
- Δεν ήτο τούτον όνειρο, μα είν’ όραμα Φροσύνη, πολύ κακό μου μέλλεται (Ερωτόκρ. Δ́ 123· Διήγ. Αλ. V 27)·
- β) οραματισμός, πρόβλεψη για κ. επιθυμητό:
- (Ξόμπλιν φ. 132r)·
- γ) όνειρο:
- όλην την ημέραν (ενν. ο άνθρωπος) έχει εις τον νουν αυτού το πράγμα εκείνο οπού αγαπά … και τη νύκτα το εβλέπει εις το όραμά του (Μαλαξός, Νομοκ. 491).
[αρχ. ουσ. όραμα. Ο τ., καθώς και άλλοι τ., και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- α) Οπτασία, όραμα:
[Λεξικό Κριαρά]
- οραμάι, επίρρ.· οραμάγι.
-
- 1)
- α) Ήδη, πια:
- οραμάγι τρεις μέρες είναι οπού παραμένουσι μαζί μου (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ματθ. ιέ 32· Μάρκ. στ́ 35)·
- β) τώρα πια:
- τι πράγμα είναι οπού έκαμεν ετούτος, ειπές το οραμάι (Μπερτολδίνος 131).
- α) Ήδη, πια:
- 2) Κάποτε, άλλοτε:
- υιός του ποτέ Μπορτολάτζου του οραμάι Μπερτούτζου (Μπερτόλδος 81).
- 3) Σχεδόν:
- έναν βρόμον γδαρμένον, γεμάτον μύγες … οπού οραμάι τον εκατάφαγαν όλον (Μπερτόλδος 12).
[<βεν. oramai - ιταλ. horamai. Η λ. στο Meursius (λ. ώρα μάϊ) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οραματίζομαι [oramatízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1. δημιουργώ ένα όρα μα, έναν εξιδανικευμένο στόχο στον οποίο επικεντρώνονται οι ελπίδες μου ή αποβλέπουν οι ενέργειές μου: Οραματίζεται έναν κόσμο χωρίς πολέμους και κοινωνική αδικία. 2. (σπάν.) βλέπω όραμα.
[λόγ. < ελνστ. ὁραματίζομαι `κοιτάζω΄ κατά τις σημ. της λ. όραμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- οραματίζομαι· 'ροματίζομαι.
-
- Παρουσιάζομαι στο όνειρο κάπ.:
- να σας δείξω και τείντα θαύμαν εροματίστην μιας γυναίκας περί την Κύπρον (Μαχ. 6483‑4).
[μτγν. οραματίζομαι. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Παρουσιάζομαι στο όνειρο κάπ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οραματισμός ο [oramatizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του οραματίζομαι.
[λόγ. < ελνστ. ὁραματισμός `οπτασία΄ κατά τη σημ. του οραματίζομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]