Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όπου [ópu] : I. επίρρ. αναφ. 1. δηλώνει αόριστα τόπο· σε οποιοδήποτε μέρος· οπουδήποτε: Άφησέ το ~ θέλεις. Kάθισε ~ σε βολεύει. Πάμε ~ αλλού θέλεις εκτός από σινεμά. Έγιναν διορθώσεις και εδώ και ~ αλλού χρειάστηκε. Kαλλιεργούνται στο νομό Πιερίας και ~ αλλού επιτρέπει το κλίμα. Mπορούμε να συναντηθούμε ~ θέλεις. (έκφρ.) ~ γης* και πατρίς. ~ γης*. ~ φύγει φύγει*. ΦΡ ~ κι ~, (μειωτ.) σε οποιοδήποτε μέρος: H θέση του δεν του επιτρέπει να εμφανίζεται ~ κι ~, π.χ. σε λαϊκές συγκεντρώσεις. ~ να ΄ναι: α. τοπικά, σε οποιοδήποτε μέρος: Mην πετάς τα ρούχα σου ~ να ΄ναι. Πού να πάμε για φαγητό; -~ να ΄ναι, οπουδήποτε. β. χρονικά, σε λίγο, πολύ γρήγορα: ~ να ΄ναι θα γυρίσει. (πάω) ~ φυσάει ο άνεμος*. ~ δεν πίπτει / πέφτει λόγος, πίπτει / πέφτει ράβδος*. ΠAΡ έκφρ. ~ φτώχεια* και γκρίνια. ~ φτωχός κι η μοίρα* του. ΠAΡ ~ λαλούν πολλοί κοκόροι* αργεί να ξημερώσει. || για μεγαλύτερη αοριστία με το και, και αν, και να, τυχόν: ~ κι αν κοίταζες, έβλεπες αμυγδαλιές ανθισμένες. ~ και να πας, θα σε βρουν. ~ τυχόν κι αν ρώτησε, τα ίδια του είπαν. 2. στο μέρος που, εκεί που: Πέθανε στο υπόγειο, ~ τον είχαν καταδικάσει να ζει. Δεν υπάρχει λογοτεχνία ~ δεν υπάρχει γλώσσα. Mπήκε κρυφά στο σαλόνι, ~ συζητούσαν οι μεγάλοι. Γύρισαν εκεί από ~ ξεκίνη σαν. Σε όλες τις γειτονιές από ~ περνούσε, που περνούσε. Θυμάσαι το φούρνο από ~ παίρναμε ψωμί;, που παίρναμε ψωμί. || ~ και, με τη σημασία της επανάληψης του προηγούμενου τοπικού προσδιορισμού: Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ~ και πέθανε σε ηλικία ογδόντα οχτώ χρονών, και πέθανε επίσης στο ίδιο μέρος. || ~ παραπάνω (συντομογρ. ό.π.), σε παραπομπές. 3. ισοδυναμεί με εμπρόθετο: Θυμάται όλες τις γειτονιές ~ έπαιζε μικρός, στις οποίες. Δίπλα στο σπίτι είχαν μία αποθήκη ~ έβαζαν ό,τι άχρηστο είχαν, μέσα στην οποία. || (παρωχ.) σε μεταφράσεις εισάγει τον περιληπτικό υπότιτλο καθενός από τα κεφάλαια στα οποία χωρίζεται ένα λογοτεχνικό συνήθ. βιβλίο, μυθιστόρημα κτλ.: Kεφάλαιο 13. ~ ο Tομ γνωρίζει τους καινούριους του φίλους, μέσα στο οποίο, κατά το οποίο. II. (προφ.) στη θέση μεταβατικού συνδέσμου: Tους διηγούνταν τις περιπέτειές του· ~ ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά τους ο δάσκαλός του, οπότε την ώρα εκείνη.
[αρχ. ὅπου]
[Λεξικό Κριαρά]
- όπου, επίρρ.· άπου· απού· όπο· οπό· οπού· ουπού· πο· που.
-
- Ά Επίρρ.
- 1) Τοπ. αναφορ. αοριστολ.
- α) σε όποιο μέρος, οπουδήποτε:
- (Διγ. Z 695), (Πανώρ. Β́ 161)·
- να στρατεύω (ενν. θέλω) μετ’ εσάς όπου και αν υπάμεν (Αχιλλ. (Smith) O 159)·
- β) φρ. όπου κ(α)ι αν είναι = «όπου να 'ναι», από στιγμή σε στιγμή:
- (Μπερτόλδος 64), (Ερωφ. Έ 229).
- α) σε όποιο μέρος, οπουδήποτε:
- 2) Τοπ. αναφορ. οριστικό
- α) στο μέρος που:
- και μένα ας ακλουθήξει εκεί απού … βρίσκεται σφαλισμένο τ’ άγριον θεριόν (Πιστ. βοσκ. I 1, 14), (Λίμπον. Επίλ. 49)·
- β) (προκ. για κείμενο) στο σημείο όπου:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 51 (6))·
- γ) (προκ. για κατάσταση):
- αυτού όπου τα κατήφερες και συ να συνηθίσεις (Γλυκά, Στ. 307).
- α) στο μέρος που:
- 3) Σε θέση εμπρόθ. προσδ. τόπου
- α) στον οποίο:
- Στον τόπον που εγεννήθηκε χρεωστεί περισσοτέρα αγάπη να 'χει άνθρωπος (Λίμπον. 52)·
- (προκ. για κατάσταση):
- πολλά με κατεδίκαζες στην παιδωμή οπού 'μου (Ερωτόκρ. Ά 999)·
- β) από τον οποίο:
- εφεύγαν (ενν. οι Ρωμαίοι) την στράταν όπου ήλθασιν (Χρον. Μορ. H 9023).
- α) στον οποίο:
- 4) Σε θέση εμπροθ. προσδ. χρόνου
- α) κατά τον οποίο:
- άχρι την ημέραν απού απέθανεν (Ασσίζ. 46327· Ερωτόκρ. Ά 872)·
- β) (προκ. να δηλωθεί χρον. αφετηρία) από τότε που:
- (Ερωτόκρ. Ά 804)·
- λίγο 'ναι απού 'ρθε ο λογισμός ετούτος εις το νου μου (Πανώρ. Έ 121).
- α) κατά τον οποίο:
- 5) (Σε θέση εμπρόθ. προσδ. αιτίας) εξαιτίας του οποίου:
- Τι ήτον όπου ήργησες, αφέντη μου, το τόσον; (Αχιλλ. (Smith) O 594).
- 6) (Σε θέση εμπρόθ. προσδ. αναφοράς) για τον οποίο:
- με το τόξο που ρωτάς μας έσφαξεν (ενν. ο Έρωτας) το πνέμα (Φαλιέρ., Ενύπν. 44).
- 7) (Σε θέση εμπρόθ. προσδ. οργάνου) με τον οποίο:
- Το γκόλφι της εκκλησίας το μεγάλο οπού ελειτούργουνα … (Σεβήρ., Διαθ. 19192· Λίμπον. 98).
- 8) (Τοπ. ερωτ. σε πλάγια ερώτηση) πού:
- ας ερευνήσομεν, όπου την κόρην έχει (Διγ. Gr. 2817).
- 9) (Τροπ.-αναφορ., με το τροπ. επίρρ. σαν) όπως:
- (Ερωτόκρ. Β́ 603).
- 1) Τοπ. αναφορ. αοριστολ.
- Β́ Αντων. αναφορ. άκλ.
- 1)
- α) Ο οποίος:
- (Συναξ. γυν. 943)·
- Τα γεράκια πὄβλεπες εισίν άρπαγες άνδρες (Διγ. Α 755)·
- β) (μετά από συσχετική δεικτ. αντων.):
- εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει (Ερωτόκρ. Β́ 622)·
- γ) (σε κλητ. προσφών.):
- Έρωτ’, απού μ’ εδόξεψες … (Πανώρ. Β́ 443)·
- δ) (πλεοναστικά):
- μηδέν αφήσετε τον Τούρκον να ριζώσει … ότ’ είναι φόβος μέγας, το οποίον που ξεύρετε (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 643)·
- ε) (ως β́ όρος σύγκρισης) από τον οποίο:
- να τους πουλήσω εξαίρετον κοράσιον, …, οπού καμιά ουκ εφάνηκεν ευμορφοτέρα εις κόσμον (Φλώρ. 928· Κορων., Μπούας 55)·
- στ) με επόμ. το να, βλ. να (III) Ź·
- ζ) πράγμα που:
- Εθέλησες τον έρωτα, εσύ, να τονε φύγεις, που δεν ετόλμησεν τινάς εις τον παρόντα κόσμον (Διγ. Z 207· Χρον. Μορ. H 8931).
- α) Ο οποίος:
- 2)
- α) Αυτός που:
- ο καιρός κάθε κουρφό είν’ απού φανερώνει (Ερωφ. Ά 476· Πτωχολ. α 498)·
- β) (βραχυλογ., έπειτα από επιφ. λ.):
- (Χαρά, οπού βάλ’ εις εκκλησιά κι έχει πτωχού να δώσει) (Απόκοπ. 216).
- α) Αυτός που:
- 3) Όποιος:
- Οπὄχει χρήματα πολλά και φρόνησιν ουκ έχει … (Σπαν. A 219).
- 4) Τέτοιος που:
- τότε να δεις τον άγουρον, οπού δεν έχει ο κόσμος (Διγ. Z 1896).
- 5) Ως β́ όρος σύγκρισης, με την πρόθ. παρά
- α) όσος:
- (Ερωφ. Β́ 346)·
- διδεί περίτου παρά που εμπορεί (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 100)·
- β) (προκ. για κατάσταση) ό,τι:
- δεν τους φέρνει ούτε και εις την προτέραν τιμήν, αλλά χειρότερα παρά όπου ήσαν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 349v)·
- γ) (βραχυλογ.):
- να τον συμβουλέψει το καλλιότερον οπού ηξεύρει (Ασσίζ. 22015).
- α) όσος:
- 6) (Σε πλάγια ερώτηση) ποιος:
- θέλομεν ιδεί εκ τους δυο πὄχει διπλήν καρδούλα (Φαλιέρ., Ιστ. 558· Ερμον. Η 269).
- 1)
- Γ́ Σύνδ.
- 1) Χρον.
- α) όταν:
- Ντορίντα μου …, τότες εδική μου δεν ήσουν, όπου μπόρου ζήσην πολλά γλυκιάν να σου χαρίσω; (Πιστ. βοσκ. IV 8, 180· Διγ. Α 256)·
- β) με το επίρρ. εκεί
- β1) τη στιγμή που, ενώ, καθώς:
- (Λεηλ. Παροικ. 575)·
- εθωρούσα τους αντρειωμένους και τους δυο εκεί που πολεμούσα (Ερωτόκρ. Δ́ 1822)·
- β2) μόλις:
- εκεί οπού εκοίταζεν γυναίκα, εδαιμονίζονταν (Συναδ. φ. 28v)·
- β1) τη στιγμή που, ενώ, καθώς:
- γ) (με τα επιρρ. έπειτα, ύστερα) αφού:
- (Καλόανδρ. 72 (44v))·
- εσύντυχεν ο Κύριος προς τον Μωσέ, ύστερα απού απέθαναν τα δυο παιδιά του Ααρών (Πεντ. Λευιτ. XVI 1)·
- δ) (με τα επιρρ. ευθύς, παρευθύς) μόλις:
- ευθύς που εξημέρωσε εις τ’ άρματα σεβήκαν (Κορων., Μπούας 20)·
- ε) με το μόρ. έως, το επίρρ. όσον ή το σύνδ. ώστε
- ε1) εωσότου, μέχρις ότου:
- να ομώσετε πως να τους κρατήσετε έως οπού να στραφώ (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 133· Ιστ. Βλαχ. 783)·
- προσέχετέ το (ενν. το βρέφος) … ώστ’ απού να το φέρητε της ηλικιάς μεγάλον (Ιμπ. (Legr.) 62)·
- ε1) εωσότου, μέχρις ότου:
- α) όταν:
- 1) Χρον.
- (πλεοναστικά με το έως ότου):
- απ’ εκείνην την ημέραν οπού απέθανεν ο Σολομών και έως ότου οπού εχάλασε ο ναός, ήσαν τετρακόσιοι ένδεκα χρόνοι (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 216v)·
- ε2) όσο, ενόσω:
- τα τέκνα ουδέν ημπορούν να χωρίσουν το μερτικόν τους … έως όπου ο πατήρ τους ζει (Ασσίζ. 38317· Διγ. Άνδρ. 36915)·
- στ) με το κάθε (που) ως χρον. σύνδ., βλ. κάθε 3.
- 2) Χρον.-υποθ.
- α) αν, όταν:
- μη βουληθείς, ω αμιρά, να έβγεις κρυφώς απ’ ώδε, και όπου σε καταφθάσομεν, άλλον Συρίαν ου βλέπεις (Διγ. Esc. 349)·
- β) (με το τροπ. επίρρ. ωσάν):
- (Λίβ. (Lamb.) N 199).
- 3) (Χρον.-αιτ.) αφού:
- πώς μπορεί … άλλα άθη μέσα της πλιο να ριζωθούν, που το κλειδίν εχάθη; (Ερωτόκρ. Γ́ 1422).
- 4) Αιτ.
- α) επειδή, γιατί:
- όταν ο Λωτ έμεινεν έτσι με τες δύο του θυγατέρες. … δεν ήξευρε τι να κάμει, οπού δεν είχεν τόπον (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 131v· Σκλάβ. 74)·
- β) (με προηγ. το επίρρ. ως + ουσ. ή επίθ.):
- (Πτωχολ. P 232)·
- πρέπουν με οι κάλτσες μου, ως πέρδικα οπού είμαι (Πουλολ. 190)·
- γ) (με το τροπ. επίρρ. ωσάν, σαν):
- με αφοβιά επήγαινε σαν που 'τον παλληκάρι (Διγ. O 1428)·
- δ) αφού:
- (Πτωχολ. B 370)·
- Πώς να κάμω, πώς να διάξω …, που 'μουν καλομαθημένος (Φαλλίδ. 258)·
- ε) (βραχυλογ.) γι’ αυτό το λόγο:
- (Ευγέν. 210)·
- στ) έκφρ. έσοντας όπου = εξαιτίας του ότι, επειδή:
- (Ιστ. πατρ. 10714).
- 5) Αποτελεσματικός
- α) ώστε:
- είχεν (ενν. το άλογο) την σέλαν την χρυσήν, οπὄλαμπεν ο τόπος (Διγ. Α 2233· Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 108), (Μαχ. 37638)·
- β) (πλεοναστικά με το επίρρ. όσον και τους συνδ. ότι, ώστε):
- (Διγ. Άνδρ. 39832)·
- στένεται και δίδει τση (ενν. τση θυγατέρας του) ξυλιές, ότι οπού την εφήκε μισαποθαμένη (Κατά ζουράρη 76· Διγ. Α 3949).
- 6) (Εναντιωματικός) ενώ, αν και, μολονότι:
- (Ερωτόκρ. Β́ 880)·
- εκ τον θυμόν του Μερκουρίου, που δεν ελπίζαν, φύγαν (Κορων., Μπούας 43)·
- έκφρ. μ’ όλον οπού, βλ. μετά Ά19β.
- 7) Ειδικός
- α) ότι:
- τούτο το ξύλον ήτονε εκείνο το δένδρον οπού είπαμεν οπού ο Λέρικος το έβγαλεν από το στόμα του Αδάμ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 172r)·
- β) (με προηγ. τις εκφρ. έ‑με, έν‑τηνε, κ.τ.ό., καθώς και το επιφ. έδε):
- Έν‑τηνε που τη φέρνουσι (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 81)·
- Έδε που με λυπάσαι! (Φαλιέρ., Ιστ. 71· Φαλλίδ. 90)·
- γ) (σε επεξήγηση) ότι, δηλαδή:
- τούτα τα ξηλώματα, που ο κύρης σου αμποδίζει … κάτεχε πως τελειώνουσι (Ερωτόκρ. Δ́ 161)·
- δ) έκφρ. έξω οπού = εκτός του ότι:
- (Σουμμ., Ρεμπελ. 161).
- 8) (Μτβ., σε διήγηση) και:
- απού 'ρχουμου στον Αβραάμ να πω να το κατέχει … (Θυσ. 1071).
- 9) (Τελικός) για (να):
- είχασιν δέ και μετ’ αυτούς, οπού να τους δουλεύει, καμήλαν την κυμπόραχην (Διήγ. παιδ. 83).
- Δ́ Μόρ.
- 1) Επιφ.
- α) (μετά από ουσ. ή επίθ.):
- ω λωλός οπού είσαι (Μπερτολδίνος 144)·
- ώφου κακόν οπού 'καμε (Ερωτόκρ. Β́ 702)·
- β) (μετά από ποσοτικό επίρρ.):
- Του πόθου ο Σίλβιος είν’ εχθρός; Ω πόσον που γελάσαι (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [723]).
- α) (μετά από ουσ. ή επίθ.):
- 2) (Ευχετικό, σε ευχή ή κατάρα) μακάρι:
- γιαύτος περίσσα σ’ αγαπώ, απού να 'χεις την ευκή μου (Φορτουν. Γ́ 266)·
- οπού να 'μουνε σήμερ’ αποθαμένη (Θυσ. 311).
[αρχ. επίρρ. όπου. Ο τ. απού και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. οπού στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Για τον τ. ουπού πβ. τ. ούπου σήμ. ποντ. Ο τ. που στο Somav. και σήμ. Η λ. και σήμ.]
- Ά Επίρρ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπουδήποτε [opuδípote] επίρρ. τοπ. : με αόριστη αναφορά σε οποιοδήποτε σημείο ή χώρο, χωρίς τοπικό περιορισμό· όπου τυχόν, όπου να ΄ναι: Mπορούμε να συναντηθούμε ~ και οποτεδήποτε θέλεις, όπου. Είναι εύκολο ρούχο· φοριέται ~. Άφησέ το ~. || με εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση: ~ και να ρωτήσετε, θα βρείτε τις ίδιες τιμές. ~ κι αν το κρύψεις, θα το βρουν.
[λόγ. < ελνστ. ὁπουδήποτε μτφρδ. (ελνστ.) του λατ. ubicumque]
[Λεξικό Κριαρά]
- οπουδήποτε, επίρρ.
-
- (Τοπ.) σε οποιοδήποτε τόπο:
- καθίσας (ενν. ο κόραξ) οπουδήποτε και παρ’ ελπίδα κράξας (Γλυκά, Στ. 34).
[μτγν. επίρρ. οπουδήποτε. Η λ. και σήμ.]
- (Τοπ.) σε οποιοδήποτε τόπο:
[Λεξικό Κριαρά]
- όπουθε(ν), οπούθεν, επίρρ.,
- βλ. οπόθεν.
[Λεξικό Κριαρά]
- οπούρι, σύνδ.
-
- Ή:
- Πού το 'βρες (ενν. το παιδί); Έκλεψές, το οπούρι αγόρασές το; (Πιστ. βοσκ. V 5, 121· Αποκ. Θεοτ. II 213).
[<ιταλ. oppure. Λ. πούρι στο Du Cange. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κόμης)]
- Ή: