Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όπισθεν [ópisθen] επίρρ. : 1. (λόγ.) πίσω ή προς τα πίσω. ANT έμπροσθεν. 2α. για όχημα που κινείται προς τα πίσω: Tο αυτοκίνητο / το τρένο κάνει ~. Kάνω ~, κάνω το όχημα να κινηθεί προς τα πίσω. || (μτφ.): Mετά τις αντιδράσεις η κυβέρνηση έκανε ~ και απέσυρε το νομοσχέδιο. β. (ως ουσ.) η όπισθεν, η θέση που πρέπει να έχει ο μοχλός ταχυτήτων ενός οχήματος, έτσι ώστε αυτό να κινείται προς τα πίσω: Bάζω την ~. Έλα με την ~. Tο αυτοκίνητο δεν παίρνει εύκολα την ~.
[λόγ.: 1: αρχ. ὄπισθεν· 2: σημδ. γαλλ. (marche) arrière]
[Λεξικό Κριαρά]
- όπισθεν, επίρρ.· όπισθε· όπιστεν.
-
- Ά Επίρρ.
- 1)
- α) (Τοπ.) στο πίσω μέρος, πίσω:
- (Διήγ. Βελ. N2 381), (Ασσίζ. 7017)·
- β) από πίσω, από το πίσω μέρος:
- Ο Δούκας δε με τους πεζούς όπισθεν ηκολούθει (Κορων., Μπούας 44)·
- γ) προς τα πίσω:
- (Ιστ. πολιτ. 7319)·
- Ουκ έστι γαρ ο πόλεμος των όπισθε φευγόντων (Βίος Αλ. 3106)·
- (σε μεταφ.):
- Στραφήτω η απόφασις όπισθεν (Φλώρ. 576)·
- δ) (για να δηλωθεί επιστροφή στην αφετηρία):
- (Βίος Αλ. 1726)·
- όπισθεν εγύρισεν ο Αχιλλές εις την κόρην (Aχιλλ. O (Smith) 678).
- α) (Τοπ.) στο πίσω μέρος, πίσω:
- 2) (Προκ. για βιβλίο) παραπάνω, προηγουμένως:
- ώσπερ εγράψαμεν και όπισθεν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 203v).
- 1)
- Β́ (Σε θέση πρόθ. με γεν.)
- 1) (Τοπ.) πίσω από κάπ. ή κ.:
- (Ασσίζ. 706)·
- Τρισχιλίους απέστειλεν να υπάσιν όπισθέν τους (Ιμπ. 516).
- 2) (Χρον.) ύστερα από κάπ., μετά το θάνατο κάπ.:
- μόνον εσένα … ν’ αφήσω όπισθέν μου (Ιμπ. 138 κριτ. υπ).
- 1) (Τοπ.) πίσω από κάπ. ή κ.:
- Γ́ Έναρθρ.
- 1) (Τοπ.)
- α) (ως επίθ. ή ως ουσ.) που βρίσκεται πίσω, οπίσθιος:
- το όπισθεν μέρος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 408· Έκθ. χρον. 3420)·
- έκφρ. εκ των όπισθεν = από το πίσω μέρος:
- (Έκθ. χρον. 6315)·
- β) (ως ουσ.) οπισθοχώρηση:
- ει γαρ και θέλεις το όπισθεν και θέλεις το να φύγεις … (Αργυρ., Βάρν. Κ 308)·
- γ) (ως ουσ.) τα νώτα, στη φρ. γυρίζω τα όπισθεν =
- (1) βλ. γυρίζω IΆ6γ·
- (2) δε δίνω σημασία· αποστρέφομαι:
- (Σπαν. (Μαυρ.) P 204).
- α) (ως επίθ. ή ως ουσ.) που βρίσκεται πίσω, οπίσθιος:
- 2) (Χρον.)
- α) (ως επίθ.) προηγούμενος, περασμένος:
- εις τους καιρούς τους όπισθεν (Χρον. Τόκκων 2987)·
- β) (ως επίθ. ή ως ουσ.· σε διήγηση) που αναφέρθηκε προηγουμένως:
- τα λόγια τα όπισθεν τά είπεν ο πατήρ του (Ιμπ. μετά στ. 188 κριτ. υπ.· Περί ξεν. 254).
- α) (ως επίθ.) προηγούμενος, περασμένος:
- 1) (Τοπ.)
[αρχ. επίρρ. όπισθεν. Ο τ. ‑ε αρχ. Ο τ. ‑στ‑ και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ά Επίρρ.