Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όπιο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όπιο το [ópio] Ο40 : 1. ναρκωτικό που προέρχεται από την κάψα ενός είδους παπαρούνας: Παίρνει / καπνίζει ~. Πόλεμος του οπίου. 2. (μτφ.) για ό,τι προκαλεί ευχάριστο εφησυχασμό αποσπώντας την προσοχή από τις δυσκολίες, από τα προβλήματα της ζωής: H θρησκεία χαρακτηρίστηκε από μερικούς ως ~ του λαού.

[λόγ. < ελνστ. ὄπιον υποκορ. του αρχ. ὀπός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπιομανής -ής -ές [opiomanís] Ε10 : (για πρόσ.) που έχει εθιστεί στη χρήση του οπίου· (πρβ. ναρκομανής, τοξικομανής). || (συνήθ. ως ουσ.) ο οπιομανής, θηλ. οπιομανής: Tρόποι απεξάρτησης των οπιομανών.

[λόγ. < γαλλ. opiomane < ελνστ. ὄπιο(ν) + -mane = -μανής]

[Λεξικό Κριαρά]
όπιον το.
  • Ο αποξηραμένος γαλακτώδης χυμός της παπαρούνας, όπιο:
    • το όπιον διαλύσας μετά οίνου … ιάτρευε τον ιέρακα (Ιερακοσ. 42413).

[μτγν. ουσ. όπιον. Η λ. και σήμ. (‑ο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπιούχος -α / -ος -ο [opiúxos] Ε14 : που περιέχει όπιο: Οπιούχα φάρμακα.

[λόγ. όπι(ον) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες