Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όπερα η [ópera] Ο27α : 1. δραματικό θεατρικό έργο που συνοδεύεται από μουσική και χαρακτηρίζεται από συσσώρευση βίαιων ή παθητικών επεισοδίων και από πολύπλοκες ή απρόβλεπτες εξελίξεις, έτσι ώστε να προκαλεί έντονη συγκίνηση· μελόδραμα: Kαλλιτέχνης της όπερας. 2α. κτίριο ειδικό για παραστάσεις όπερας: H ~ του Παρισιού. β. θίασος που παίζει όπερα.
[ιταλ. opera]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οπερατέρ ο [operatér] Ο (άκλ.) : επαγγελματίας που χειρίζεται τη μηχανή λήψεως· καμεραμάν, εικονολήπτης.
[λόγ. < γαλλ. opérateur]