Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όπαλα [ópala] & οπαλάκια [opalá
a] & όπλα [ópla] & όπλες [óples] επιφ. : 1. συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού. 2. συνοδεύει την προσπάθεια του ομιλητή να σηκώσει στην αγκαλιά του ένα μικρό παιδί. [τουρκ. hoppala `μπρος, πήδα΄ (δες και οπ)· όπαλ(α) -άκια, πληθ. του -άκι· όπλα: < όπαλα με αποβ. του [a] κατά το οπ· όπλες: θηλ. κατάλ. στο όπλα που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]