Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όπα
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όπα [ópa] επιφ. : 1. δηλώνει ξάφνιασμα, θαυμασμό, επιδοκιμασία, ειρωνεία κτλ.: ~ για κοίτα ποιος ήρθε! 2. συνοδεύει κινήσεις χορευτή ελληνικής (λαϊκής) μουσικής. 3. συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού. (έκφρ.) έχω κπ. στα ~ ~, για να δηλώσουμε την υπερβολική αδυναμία και φροντίδα προς κπ.: Tη γυναίκα του την έχει στα ~ ~.

[επέκτ. του οπ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπαδός ο [opaδós] Ο17 θηλ. οπαδός [opaδós] Ο34 : αυτός που δέχεται τις ιδέες ή γενικά τις απόψεις κάποιου και ενεργεί σύμφωνα με αυτές· (πρβ. θιασώτης): ~ μιας θρησκείας / μιας ιδεολογίας / μιας ομάδας. Στελέχη, μέλη και οπαδοί ενός κόμματος. Tο κόμμα κάλεσε τους οπαδούς του να απόσχουν από τις εκλογές. Ένθερμος / φανατικός ~. || (μειωτ.): Είμαι φίλαθλος και όχι ~. || (επέκτ.) γι΄ αυτόν που του αρέσει κτ.: Είναι ~ της μπίρας.

[λόγ. < αρχ. ὀπαδός (δωρ. διάλ., αλλά κοινό και στη λογοτ., αττ. ὀπηδός) `ακόλουθος, συνοδός΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Κριαρά]
οπαδός ο.
  • Ακόλουθος:
    • (Προδρ. I 134).

[αρχ. ουσ. οπαδός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπαίο το [opéo] Ο39 : άνοιγμα στη στέγη των αρχαίων κτιρίων που χρησίμευε για φωτισμό και ως έξοδος για τον καπνό.

[λόγ. < ελνστ. ὀπαῖον (δες στο οπή)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όπαλα [ópala] & οπαλάκια [opaláa] & όπλα [ópla] & όπλες [óples] επιφ. : 1. συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού. 2. συνοδεύει την προσπάθεια του ομιλητή να σηκώσει στην αγκαλιά του ένα μικρό παιδί.

[τουρκ. hoppala `μπρος, πήδα΄ (δες και οπόπαλ(α) -άκια, πληθ. του -άκι· όπλα: < όπαλα με αποβ. του [a] κατά το οπ· όπλες: θηλ. κατάλ. στο όπλα που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπάλι το [opáli] Ο44 : (προφ.) οπάλιο.

[μεταπλ. του ελνστ. ὀπάλλιος σε ουδ. με βάση την αιτ. και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπαλίνα η [opalína] Ο25 : είδος αδιαφανούς γυαλιού που μοιάζει με οπάλιο και χρησιμοποιείται στην κατασκευή διακοσμητικών αντικειμένων.

[λόγ. < γαλλ. opaline ή μέσω του ιταλ. opalina (δες στο οπάλιος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οπάλιος ο [opálios] Ο19 & οπάλιο το [opálio] Ο40 : ορυκτό του οποίου ορισμένες ποικιλίες χρησιμοποιούνται ως πολύτιμοι λίθοι.

[λόγ. < ελνστ. ὀπάλλιος (ορθογρ. απλοπ.)· λόγ. επίδρ. στο οπάλι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες