Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όξυνση η [óksinsi] Ο33 : η ενέργεια και ιδίως το αποτέλεσμα του οξύνω 1. ANT άμβλυνση: ~ των πνευματικών λειτουργιών του ανθρώπου. ~ των κοινωνικών αντιθέσεων.
[λόγ. οξύν(ω) 1 -σις > -ση]