Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όξινος, επίθ.· ξινός.
-
- 1) Ξινός:
- Όξινον δίδε από του νυν κρασίν τον Ιλαριώνα (Προδρ. IV 506· Σταφ., Ιατροσ. 5114).
- 2) (Μεταφ.) αυστηρός:
- παράγγειλε τούτο με γράμμα και με λόγον καμπόσον ξινόν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20028).
[μτγν. επίθ. όξινος. Ο τ. στο Du Cange (λ. ξυνός) και σήμ.· βλ. και Meursius, λ. ξυνόν. Διάφ. τ. της λ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Ξινός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όξινος -η -ο [óksinos] Ε5 : 1. (λόγ.) ξινός: Όξινη γεύση. 2. (χημ.) α. που έχει σχέση με τα οξέα: Όξινες ιδιότητες. Όξινη αντίδραση, που αποδεικνύει την ύπαρξη οξέος. β. που περιέχει οξύ: Όξινο διάλυμα. Όξινα άλα τα. Όξινη βροχή, που περιέχει σχετικά υψηλές ποσότητες νιτρικού και θειικού οξέος.
[λόγ. < ελνστ. ὄξινος (σύγκρ. ξίδι)]