Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όνυχας ο [ónixas] Ο5 λόγ. γεν. και όνυχος : 1. (λόγ.) το νύχι, μόνο στις ΦΡ εξ απαλών* ονύχων. (κρίνω) εξ όνυχος τον λέοντα*. 2. είδος ημιπολύτιμης πέτρας· (πρβ. αχάτης): Bάζο / σταχτοθήκη / λαβή από όνυχα.
[λόγ.: 1: αρχ. ὄνυξ, αιτ. -υχα· 2: ελνστ. σημ.]