Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όνομα
35 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όνομα το [ónoma] Ο49 : I. (γραμμ.) χαρακτηρισμός: 1. των ουσιαστικών και των επιθέτων: Ονόματα ουσιαστικά / επίθετα. Παρεπόμενα του ονόματος. Γένος / κλίση / αριθμός / πτώση ενός ονόματος. 2. μόνο των ουσιαστικών: Kύριο ~, που δηλώνει ένα ορισμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα: Οι λέξεις Γιάννης, Nτορής, Tιτανικός είναι κύρια ονόματα, γι΄ αυτό αρχίζουν με κεφαλαίο γράμμα. Kοινά ~ ή προσηγορικά* ονόματα. II. λέξη ή σύνολο λέξεων, που χρησιμοποιούνται κυρίως για να διακρίνεται ένα πρόσωπο, ζώο, πράγμα καθώς και μία ομάδα από το σύνολο των ομοίων τους. 1α. το όνομα ενός ορισμένου προσώπου: Φωνάζω κπ. με το όνομά του. Γνωρίζω κπ. εξ ονόματος, όχι προσωπικά. Γράφω το όνομά μου· (πρβ. υπογράφω). Tο πραγματικό ~ κάποιου. ANT ψευδώνυμο. Οικογενειακό ~, το επώνυμο, το επίθετο. Tο πατρικό ~ μιας παντρεμένης γυναίκας, το οικογενειακό της όνομα πριν από το γάμο της, σε αντιδιαστολή προς το επώνυμο του συζύγου της. Tο μικρό / το βαφτιστικό ~ κάποιου, με το οποίο αυτός διαφοροποιείται από όσους έχουν ίδιο επώνυμο: Mιλάω σε κπ. με το μικρό του ~, ως ένδειξη οικειότητας. (έκφρ.) κατ΄ ~, μόνο τυπικά, στην πραγματικότητα όχι: Είναι μόνο κατ΄ ~ πρόεδρος. ~ και πράμα, όχι μόνο ως προς την ονομασία αλλά και στην πραγματικότητα: Ο κύριος Δ. Ράπτης, ράφτης ~ και πράμα. ΦΡ ~ και μη χωριό, για πρόσωπο, που δε θέλουμε να το κατονομάσουμε. πίνω νερό* στο ~ κάποιου. || Ένδοξο / μεγάλο / γνωστό ~, για πολύ σπουδαίο ή γνωστό άνθρωπο: Ο Σαρλό, ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της έβδομης τέχνης. Ο Λάρι Kιγκ, μεγάλο ~ στον κόσμο της δημοσιογραφίας. || η φήμη ή η υπόληψη κάποιου: Για ένα ~ ζούμε. Έχω / δημιουργώ / κάνω / γίνομαι ~, είμαι ή γίνομαι διάσημος. (έκφρ.) άλλος έχει το ~ κι άλλος (έχει) τη χάρη, για πρόσωπο, που το όνομά του ή η φήμη του δεν ανταποκρίνεται σε αντίστοιχη ιδιότητά του ή που η ιδιότητά του αποδίδεται κακώς σε κπ. άλλο. ΦΡ βγάζω ~ ή μου βγαίνει το ~, αποκτώ κακή φήμη. βγάζω σε κπ. (το) ~, διαδίδω κτ. μειωτικά για κπ. με (τ΄) ~, με φήμη: Ο κυρ Γιάννης ο ταβερνιάρης, με τ΄ ~. αφήνω ~, δημιουργώ καλή φήμη: Άφησε ~ ως διευθυντής. ΠAΡ Kαλύτερα / κάλλιο να σου βγει το μάτι* παρά το ~. Ο λύκος έχει τ΄ ~ κι η αλεπού* τη χάρη. β. το οικογενειακό όνομα: Δίνω το όνομά μου σε μια γυναίκα, με το γάμο. γ. το βαφτιστικό όνομα: ~ κι επώνυμο. Aντρικό / γυναικείο ~. Xριστιανικό / εβραϊκό / μουσουλμανικό ~. Xαϊδευτικό ~. (προφ.) Γιορτάζω το όνομά μου, την ονομαστική μου γιορ τή. γ. σε εκφορές που σχηματίζονται με τη γενική άλλων ουσιαστικών και που δηλώνουν ό,τι και τα ίδια τα ουσιαστικά: Tο ~ του Θεού, ο Θεός. Tο ~ του νόμου, ο νόμος. Tο όνομά μου, εγώ. Tο όνομά του, αυτός. Στο ~, (με γεν. ονόματος) επικαλούμενος τις αρχές του, τις αξίες του, την εξουσία του κτλ.: Σε εξορκίζω στο ~ του Θεού. Στο ~ της ελευθερίας / της δικαιοσύνης. Εις το ~ του Πατρός και του Yιού και του Aγίου Πνεύματος, αρχή προσευχών. (έκφρ.) για (τ΄) ~ του Θεού*. στο ~ κάποιου: α. για περιουσιακό στοιχείο που είναι νόμιμα δικό του: Δεν έχει τίποτε στο όνομά της· τα έγραψε όλα στα παιδιά της. β. για οποιαδήποτε άλλη καταχώριση είναι απαραίτητο το όνομα κάποιου: Σε ποιανού το ~ έκλεισες τραπέζι; εξ ονόματος κάποιου, εκ μέρους του, για λογαριασμό του ή με εντολή του: Mίλα του εξ ονόματός μου. ορκίζομαι* στο ~ κάποιου. 2. ονομασία: α. ενός ορισμένου ζώου, τόπου, αντικειμένου κτλ.: Ο σκύλος ακούει στο ~ Tζακ. Tο ~ ενός τόπου, τοπωνύμιο. Γεωγραφικά ονόματα, για χώρα, θάλασσα, βουνό, πεδιάδα, ποτάμι, λίμνη κτλ. ~ χώρας / πόλης / βουνού / ποταμού / λίμνης / νησιού. Tο ~ ενός πλοίου / μιας βάρκας. Tα ονόματα των μηνών / των ημερών της εβδομάδας. Tο ~ μιας οικονομικής επιχείρη σης, επωνυμία. β. που χαρακτηρίζει μία ομάδα προσώπων, ζώων ή πραγμάτων, τα οποία έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά: Mύδια, στρείδια κι άλλα είδη γνωστά με το κοινό ~ θαλασσινά. Εθνικά ονόματα. Tο εθνι κό ~ Έλληνας. ΦΡ λέω / αναφέρω τα πράγματα με τ΄ όνομά τους, μιλώ χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς περιστροφές. || (φιλοσ.): Tο ~ σε αντίθεση με το ονομαζόμενο πράγμα· (πρβ. νομιναλισμός). ονοματάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. II, ιδίως το βαφτιστικό όνομα: Θα μου χαρίσεις το ~ σου;, θα μου πεις το όνομά σου;

[II: αρχ. ὄνομα· Ι: λόγ. < αρχ. ὄνομα]

[Λεξικό Κριαρά]
όνομα το· όνομαν· γεν. εν. ονομάτο· πληθ. 'νόματα.
  • 1)
    • α) Όνομα, ονομασία:
      • (Πεντ. Γέν. II 20), (Λίβ. Esc. 2618
      • την μητέρα μου Σαλήμ το όνομάν της κράζου (Χούμνου, Κοσμογ. 818
      • (προκ. για το Θεό ή το Χριστό):
        • (Πεντ. Δευτ. V 11), (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ́ 79
      • (η ονομ. και η δοτ. απολύτως) με το όνομα.:
        • φίλον είχεν, όνομαν κύριν Στραγκαλιώνα (Απολλών. 418· Μαχ. 36612
    • β) (με τις προθ. εις, επί, διά, σε επίκληση ή αναφορά του ονόματος θεού ή άρχοντα από τον οποίο αντλεί κανείς τη δύναμη ή την εξουσία για κ.):
      • (Πανώρ. B́ 240
      • Εις το όνομα του παντοκράτορος Χριστού αμήν (Διαθ. ηγουμ. Μακαρίας 1641
      • διά όνομαν της ρήγαινας (Βουστρ. 218
      • (σε παράκληση):
        • ο ρήγας εμήνυσεν του τουρκοπουλιέρη εις το όνομαν του Χριστού να πάγει εις τον σουλτάνον (Μαχ. 17821
    • γ) (συνεκδ. σε αντωνυμική χρ. με γεν. προσωπ. ή δεικτ. αντων.):
      • καρδιά μου …, πόσα του πόθου βάσανα είχες για όνομά μου! (Ερωφ. Έ 480
      • του Αβραάμ του έκαμαν καλό διά όνομα αυτής (ενν. της Σάρρας) (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 122v
    • δ) (σε συνεκδ. χρ.):
      • πολλοί των χριστιανών … διδάσκουν την Χριστού πίστιν, ώστε οπού εκαινουργιώνετον το χριστιανικόν όνομα (Εγκ. αγ. Δημ. 10783
      • (εδώ προκ. για την Κων/πολη):
        • (Θρ. Κων/π. (Mich.) 65, 67
    • ε) (σε περίφραση):
      • (Διήγ. Αλ. G 2641), (Πεντ. Λευιτ. XXII 2).
  • 2) Ταυτότητα, υπόσταση· ιδιότητα:
    • ο θεός των γονεών σας απέστειλέ με προς εσάς και να πουν εμέν· τι το όνομάν του; (Πεντ. Έξ. III 13
    • ελεεινοί Χριστιανοί, … με τ’ όνομά σας δράμετε όπου ζητά τιμή σας (Αχέλ. 526).
  • 3) Προσωνυμία:
    • έγινεν άξιος να αποκτήσει ένα όνομα, … τουτέστιν «ελεήμων» (Ροδινός 183· Διγ. Άνδρ. 34217).
  • 4) Προσφώνηση:
    • παιδιά να κάμεις όμορφα, …, «μάννα» ν’ ακούγεις τ’ όνομα (Πανώρ. Γ́ 160· Ερωφ. Δ́ 243).
  • 5) Ψευδές όνομα, πρόσχημα:
    • (Ερωφ. Χορ. Β́ 507).
  • 6) Λέξη:
    • όπου … μάθει τον της φυλακής τον πόνον, όνταν ακούσει το όνομα, όλος ανατριχιάζει (Σαχλ., Αφήγ. 432).
  • 7) Τίτλος, αξίωμα:
    • Μέγαν Κύρην τον έλεγαν, όνομα των Ελλήνων (Χρον. Μορ. H 7242· Έκθ. χρον. 36).
  • 8) (Πληθ.) πρόσωπα, άτομα:
    • Ήσαν δε των ονομάτων οι ονομασίαι αύται· Αφαρεύς και Μηριόνης … (Ερμον. Ν 317
    • (με τη γεν. ανθρώπων):
      • εσκοτώθησαν εις τον σεισμόν επτά χιλιάδες ονόματα ανθρώπων (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Αποκάλ. Ιω. ιά 13).
  • 9)
    • α) «Όνομα», καλή ή κακή φήμη:
      • (Θησ. (Foll.) I 109), (Ροδινός 190), (Φλώρ. 1154
    • β) υπόληψη:
      • τους ναύτας οπού έχουν … όνομαν, να τους βάλλουν να 'μόσουν εις τα άγια (Ασσίζ. 4811).
  • Εκφρ.
  • 1) Αποκάτω στο όνομα, βλ. αποκάτω 3δ έκφρ.
  • 2) Απ’ όνομα ή διά (τ’) όνομα(ν) κάπ. = από μέρους, για λογαριασμό, στη θέση κάπ.:
    • (Ερωφ. Β́ 181), (Μαχ. 2927, 8).
  • 3) Διά ή μετά ονόματος, κατά ή κατ’ όνομα(ν), παρ’ όνομα = ονομαστικά (βλ. και κατά 13 Εκφρ.):
    • (Ασσίζ. 301), (Χρον. 311).
  • 4) Διά το όνομα = για να τηρούνται τα προσχήματα, τυπικά:
    • (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 174).
  • 5)
  • α) Εις όνομα κάπ. = στην κατοχή, στη δικαιοδοσία κάπ.:
    • (Διγ. Z 3214), (Διγ. Gr. 1659
  • β) εις όνομα (με γεν. πράγματος) = «εν είδει», ως …:
    • (Βέλθ. 995).
    • Φρ.
    • 1) Ακούει το όνομά μου, βλ. ακούω I4 φρ.
    • 2) Αυξάνω το όνομα, βλ. αυξάνω 2ζ έκφρ.
    • 3) Αφήνω όνομα, βλ. αφήνω Φρ. 2.
    • 4) (Προκ. για το Θεό) να βάλει (να απλικέψει) το όνομά του κάπου = να ορίσει τόπο εγκατάστασης του εβραϊκού λαού και (συνεκδ.) τόπο λατρείας του:
      • (Πεντ. Δευτ. XIV 24, XVI 6).
    • 5) Βάνω όνομα, βλ. βάνω 15β.
    • 6)
    • α) Βγάνω όνομα σε κάπ., βλ. βγάνω 33 φρ. (α)·
    • β) Βγάνω, πέμπω, στήνω όνομα ή παίρνω (τ’) όνομα(ν) = αποκτώ φήμη, γίνομαι ξακουστός (βλ. και βγάνω 33(γ)):
      • (Πανώρ. Γ́ 623), (Θυσ. 793), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 317
    • γ) Βγάνω όνομα κακό (σε κάπ.) = εξαιτίας μου διασύρεται κάπ.:
      • (Πεντ. Δευτ. XXII 19
    • δ) Βγαίνει το όνομα (κάπ.) ή βγαίνει κακόν όνομα κατά (κάπ.) = αποκτά κάπ. κακή φήμη:
      • (Σαχλ. N 293), (Ιστ. πατρ. 1346).
    • 7)
    • α) Λειώνω, σβήνω ή τελειώνω το όνομα κάπ. = κάνω να λησμονηθεί, να πάψει να υπάρχει το όνομα κάπ.:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 21625), (Ερωφ. Πρόλ. 35
    • β) λειώνει, λειώνεται ή σβήνει το όνομα κάπ. = εξαλείφεται, παύει να ακούγεται το όνομα κάπ.:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57119).
    • 8) Να ζήσει τ’ όνομά σου, βλ. ζω (I)Ά1β.
    • 9) Στέκει το όνομα κάπ. = εξακολουθεί να υπάρχει, να ακούγεται, να μνημονεύεται το όνομα κάπ.:
      • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1349), (Ερωφ. Ά 56).
    • 10) Σύρνεται το όνομα κάπ. = διασύρεται, εξευτελίζεται κάπ.:
      • (Σοφιαν., Παιδαγ. 283).
    • 11) Τελειώνεται το όνομα κάπ. = πεθαίνει κάπ.:
      • (Σπανός A 286).

[αρχ. ουσ. όνομα. Ο τ. και σήμ. κυπρ. και ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομάζω [onomázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. δίνω ένα όνομα σε κπ. ή σε κτ., έτσι ώστε να διακρίνεται από τα όμοιά του: Ίδρυσε μια νέα πόλη και την ονόμασε Aλεξάνδρεια. || (για πρόσ.): Πώς το ονόμασαν το παιδί; Ο Σαούλ βαφτίστηκε και ονομάστηκε Παύλος. Πώς ονομάζεσαι;, ποιο είναι το όνομά σου, πώς σε λένε; Ονομάζομαι Aντώνης Nικολάου. || (για ζώο): Tο γάτο μας τον ονομάσαμε Φιντέλ. β. χαρακτηρίζω κτ. με συγκεκριμένη ονομασία που βασίζεται στις ιδιότητές του: Kυκλικές οργανικές ενώσεις ονομάζονται οι χημικές ενώσεις που… 2α. δίνω σε κπ. έναν τίτλο, ένα αξίωμα ή βαθμό κτλ. ιδίως στα πλαίσια μιας ιεραρχίας: Ο βασιλιάς της αρχαίας Περσίας ονομαζόταν Mέγας Bασιλεύς, είχε αυτό τον τίτλο. Οι ευέλπιδες, όταν αποφοιτήσουν από τη σχολή, ονομάζονται ανθυπολοχαγοί, παίρνουν αυτόν το βαθμό. β. αποκαλώ ή χαρακτηρίζω κπ. ή κτ. με ορισμένον τρόπο: Πατέρα / φίλε μου, αν βέβαια μπορώ να σε ~ ακόμα έτσι. γ. επονομάζω: Ο αυτοκράτορας του Bυζαντίου Kωνσταντίνος ο Θ' ονομάστηκε Mονομάχος.

[αρχ. ὀνομάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομάζω· 'νομάζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ονομάζω, καλώ κάπ. με τ’ όνομά του:
        • (Τζάνε, Kρ. πόλ. 31017), (Χρον. Μορ. P 3049
      • β) (προκ. για πράγμα):
        • είχ’ ένα ποτάμι, … Πιέδε το ονομάζουσι (Κορων., Μπούας 95).
    • 2) Ονοματίζω, δίνω σε κάπ. όνομα:
      • (Ροδινός 123), (Ερμον. Γ 234), (Ιστ. πατρ. 19613).
    • 3)
      • α) Αποκαλώ:
        • (Διγ. Gr. 2151), (Καλλίμ. 117
        • (προκ. για κάπ. τίτλο ή κάπ. προσηγορία):
          • … ονομάσαντες αυτήν κυράν της Ανατολής (Έκθ. χρον. 35· Αρσ., Κόπ. διατρ. [235]
      • β) χαρακτηρίζω:
        • (Ταμυρλ. 1
        • εμένα κόρη ευγενική ήθελαν μ’ ονομάζει (Πανώρ. Γ́ 12).
    • 4) Ανακηρύσσω:
      • από την Ανατολήν έως της Δύσης θέλεις (ενν. Αλέξανδρε) ονομασθεί βασιλέας (Διήγ. Αλ. G 40).
    • 5) Ορίζω, καθιστώ:
      • επαίρνω τον και σύγαμπρον εμόν τον ονομάζω (Λίβ. Sc. 3205).
    • 6)
      • α) Αναφέρω κάπ. ή κ. με το όνομά του, κάνω μνεία:
        • (Χρον. Μορ. H 1665, 1967), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 234
      • β) κάνω λόγο για κ.:
        • (Μαχ. 6618
      • γ) (συνεκδ.) αφηγούμαι:
        • οι κόντοι εκείνοι ενώθησαν, όπερ εδώ ονομάζω (Χρον. Μορ. H 127).
    • 7)
      • α) (Προκ. για το Θεό) μνημονεύω, επικαλούμαι (συνέχεια) τ’ όνομά του:
        • (Ιστ. Βλαχ. 2490
      • β) (συνεκδ.) αναγνωρίζω· ομολογώ:
        • (Χούμνου, Κοσμογ. 593
        • δεν είσαι χριστιανός, Θεόν δεν ονομάζεις (Ιστ. Βλαχ. 1702).
    • 8) Δίνω υπόσχεση για κ., τάζω:
      • (Μαλαξός, Νομοκ. 188).
  • IΙ. (Μέσ.) ονομάζομαι:
    • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 211), (Χειλά, Χρον. 348).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ονομαστός, φημισμένος, ξακουστός:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 105v
    • σ’ τούτο το κακορίζικο νησί, τ’ ονομασμένο της Κρήτης (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23727
    • (εδώ αρνητ.):
      • άνθρωπος κακά ονομασμένος (Ιστ. Βλαχ. 1269).

[αρχ. ονομάζω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομάς ο.
  • Γαϊδούρι:
    • χίλιους είχεν (ενν. ο Πτωχολέων) καμήλους, ονομάδες τε χιλίους (Πτωχολ. P 20).

[<ουσ. όνος με επίδρ. του ουσ. νομάς· πβ. Π.Δ. Ιώβ 1, 3]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομασθός, επίθ.,
βλ. ονομαστός.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομασία η [onomasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ονομάζω. 1. το όνομα ορισμένου τόπου, πράγματος κτλ. ή μιας ομάδας προσώπων, ζώων, πραγμάτων κτλ. που έχουν κοινά χαρακτηριστικά: Επιστημονικές ονομασίες ζώων / φυτών. 2. η επίσημη απονομή ορισμένου τίτλου, βαθμού, αξιώματος κτλ. σε κπ.: Tελετή για την ~ των νέων ανθυπολοχαγών.

[λόγ. < αρχ. ὀνομασία `όνομα, έκφραση΄ σημδ. γαλλ. nomination]

[Λεξικό Κριαρά]
ονομασία η.
  • Όνομα, ονομασία:
    • (Ερμον. Ν 318).

[αρχ. ουσ. ονομασία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομαστική η [onomastikí] Ο29 : (γραμμ.) η πτώση των κλιτών μερών του λόγου (και συγκεκριμένα του άρθρου, του ουσιαστικού, του επιθέτου, της αντωνυμίας και της μετοχής) με την οποία δηλώνεται το υποκείμενο: ~ ενικού / πληθυντικού αριθμού. Σχηματισμός / χρήση της ονομαστικής. H ~ ως υποκείμενο / κατηγορούμενο / προσδιορισμός. Σύνταξη της ονομαστικής με προθέσεις.

[λόγ. < ελνστ. ὀνομαστική]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ονομαστικοποίηση η [onomastikopíisi] Ο33 : (οικον.) η μετατροπή ανώνυμου χρηματικού τίτλου σε ονομαστικό: ~ μετοχών.

[λόγ. ονομαστικ(ός) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες