Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όνειρον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
όνειρον το· όνειρο· ονείρο· ονειρό· γεν. ονείρατος· πληθ. ονείρατα· γεν. πληθ. ονειράτων· δοτ. πληθ. ονείρασι.
  • 1) Όνειρο:
    • (Ασσίζ. 4729), (Ερωφ. Β́ 139), (Ερωτοκρ. Γ́ 151
    • (ως σύστ. αντικ.):
      • ιδού ονειρεύτηκα όνειρο (Πεντ. Γέν. XXXVII 9).
  • 2) (Σε παρομοίωση για να δηλωθεί κ. φανταστικό, ασταθές, μη πραγματικό):
    • ωσάν όνειρον παρέρχεται πάσα ανθρώπου δόξα (Διγ. Άνδρ. 40321· Ερωφ. Έ 503).
  • 3) Κ. φανταστικό, μη πραγματικό, παραίσθηση:
    • Κοιτάζουν από τα βουνιά, κι άρμενα κατεβαίνα … Κι ο γενεράλες έλεγε πως όνειρα θωρούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18227).
  • 4) Πόθος απραγματοποίητος:
    • αγάπησες έτοιας λογής μια μας κερά μεγάλη; Όνειρον είν’ πολλά ζαβό (Ερωτόκρ. Ά 213).
  • 5) (Προκ. για κ. το υπερβολικά ωραίο ή παράδοξο):
    • Ανέν κοιμούμαι, πεθυμώ ποτέ να μη ξυπνήσω, μα μετά τούτο τ’ όνειρο γλυκιά να ξεψυχήσω (Πανώρ. Έ 364· Ερωτόκρ. Έ 1374).

[αρχ. ουσ. όνειρον. Ο πληθ. ονείρατα και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ο στο Βλάχ. και σήμ. Οι τ. ονείρο και ονειρό από μετρ. αν. Η λ. και διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες