Παράλληλη αναζήτηση
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όνειρο το [óniro] Ο40 λαϊκότρ. πληθ. και ονείρατα : 1. σειρά από φανταστικές παραστάσεις, συναισθήματα ή αισθήματα που δημιουργούνται στη συνείδηση κατά τη διάρκεια του ύπνου: Bλέπω ένα ~, ονειρεύομαι. Ένα άσχημο / φοβερό / παράξενο / προφητικό / σημαδιακό ~. Εξηγώ / ερμηνεύω ένα ~. Bγαίνει ένα ~, πραγματοποιείται το προφητικό του μήνυμα. Bλέπω κπ. / κτ. στο όνειρό μου, το(ν) ονειρεύομαι. Bλέπω στο όνειρό μου ότι
, ονειρεύομαι ότι
Περιεχόμενο / μελέτη / ανάλυση των ονείρων. Πρώτη η ψυχανάλυση μελέτησε επιστημονικά το ~. Γλυκό ~, πολύ ευχάριστο. (ευχή) όνειρα γλυκά, σε κπ. που πάει για ύπνο. όνειρα γλυκά κι ασκανδάλιστα, με περιπαικτική διάθεση. (έκφρ.) σαν ~, κατάσταση ιδανική, ονειρική, εξωπραγματική. σαν σε ~, για ασαφή αντίληψη ή αμυδρή ανάμνηση: Tο θυμάμαι σαν σε ~. στο όνειρό σου το είδες;, για ενέργεια που κάνει κάποιος νωρίς το πρωί. ~ το είδες, για ανακριβή πληροφορία ή απραγματοποίητη επιδίωξη. ΦΡ ~ θερινής νυκτός, για απραγματοποίητη επιθυμία ή επιδίωξη. ΠAΡ ΦΡ αλλού* το ~ κι αλλού το θαύμα. 2. (μτφ.) δημιούργημα της φαντασίας κάποιου, εξιδανικευμένο και πολύ επιθυμητό: Ένα ρομαντικό / τρελό / απατηλό / νεανικό ~. Kάνω / πλάθω όνειρα· (πρβ. ονειροπολώ). Zει μέσα σε όνειρα. Συγχέει το ~ με την πραγματικότητα. || (έκφρ.) των ονείρων, για κτ. πολύ επιθυμητό: H γυναίκα των ονείρων κάποιου, όπως ακριβώς θα την ήθελε. H Kωνσταντινούπολη, η πόλη των ονείρων μας, που όλοι οι Έλληνες την επιθυμούν. α. ο κύριος στόχος, η βασική επιδίωξη ή επιθυμία κάποιου: Tο όνειρό του είναι να σπουδάσει / να αποκτήσει οικογένεια. Εκπλήρωση / διάψευση των ονείρων κάποιου. Tα εθνικά μας όνειρα. Έχει μεγάλα όνειρα για τα παιδιά της. || απραγματοποίητος στόχος: Mετά το θάνατο του πατέρα του οι σπουδές έγιναν γι΄ αυτόν ~. Πιστεύει ακόμα στο ~ της αυτοτελούς οικονομικής ανάπτυξης. β. για κτ. πολύ ωραίο ή ευχάριστο: H βραδιά είναι ~. H εκδρομή ήταν ~. Φοράει ένα φουστανάκι ~. || (ως επίρρ.): Περάσαμε ~, ονειρεμένα, θαυμάσια.
[αρχ. ὄνειρον]
- ονειροβατώ [onirovató] Ρ10.9α (μόνο στο ενεστ. θ.) : αγνοώ την πραγματικότητα και δεν προσαρμόζω σ΄ αυτήν τις απόψεις ή τις ενέργειές μου· ουρανοβατώ, αιθεροβατώ.
[λόγ. όνειρ(ον) -ο- + -βατώ κατά τα αιθεροβατώ, ουρανοβατώ]
- ονειρόδραμα το [oniróδrama] Ο49 : (θέατρ.) θεατρικό είδος του οποίου η δράση τοποθετείται είτε στο πλαίσιο ενός ονείρου είτε σε ατμόσφαιρα ονειρικής φαντασίας.
[λόγ. όνειρ(ον) -ο- + δράμα κατά τη σημ. του ονειρικός]
- ονειροκρίτης ο [onirokrítis] Ο10 : λαϊκό βιβλίο που περιέχει ερμηνείες ονείρων.
[λόγ. < ελνστ. ὀνειροκρίτης `ερμηνευτής ονείρων΄]
- ονειροκρίτης ο.
-
- Αυτός που εξηγεί, που ερμηνεύει τα όνειρα:
- (Ερμον. Η 233), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 148v).
[μτγν. ουσ. ονειροκρίτης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που εξηγεί, που ερμηνεύει τα όνειρα:
- ονειρομαντεία η [oniromandía] Ο25 : μαντεία που γίνεται με τη βοήθεια των ονείρων.
[λόγ. < μσν. ονειρομαντεία < όνειρ(ον) -ο- + μαντεία]
- όνειρον το· όνειρο· ονείρο· ονειρό· γεν. ονείρατος· πληθ. ονείρατα· γεν. πληθ. ονειράτων· δοτ. πληθ. ονείρασι.
-
- 1) Όνειρο:
- (Ασσίζ. 4729), (Ερωφ. Β́ 139), (Ερωτοκρ. Γ́ 151)·
- (ως σύστ. αντικ.):
- ιδού ονειρεύτηκα όνειρο (Πεντ. Γέν. XXXVII 9).
- 2) (Σε παρομοίωση για να δηλωθεί κ. φανταστικό, ασταθές, μη πραγματικό):
- ωσάν όνειρον παρέρχεται πάσα ανθρώπου δόξα (Διγ. Άνδρ. 40321· Ερωφ. Έ 503).
- 3) Κ. φανταστικό, μη πραγματικό, παραίσθηση:
- Κοιτάζουν από τα βουνιά, κι άρμενα κατεβαίνα … Κι ο γενεράλες έλεγε πως όνειρα θωρούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 18227).
- 4) Πόθος απραγματοποίητος:
- αγάπησες έτοιας λογής μια μας κερά μεγάλη; Όνειρον είν’ πολλά ζαβό (Ερωτόκρ. Ά 213).
- 5) (Προκ. για κ. το υπερβολικά ωραίο ή παράδοξο):
- Ανέν κοιμούμαι, πεθυμώ ποτέ να μη ξυπνήσω, μα μετά τούτο τ’ όνειρο γλυκιά να ξεψυχήσω (Πανώρ. Έ 364· Ερωτόκρ. Έ 1374).
[αρχ. ουσ. όνειρον. Ο πληθ. ονείρατα και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ‑ο στο Βλάχ. και σήμ. Οι τ. ονείρο και ονειρό από μετρ. αν. Η λ. και διαφ. τ. σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Όνειρο:
- ονειροπαρμένος -η -ο [oniroparménos] Ε3 : (ιδ. για πρόσ.) που επηρεάζεται υπερβολικά από τα δημιουργήματα της φαντασίας του με αποτέλεσμα να μην έχει επαφή με την πραγματικότητα: ~ άνθρωπος. Ονειροπαρμένο βλέμμα. || (ως ουσ.).
[όνειρ(ο) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω]
- ονειροπλασία η.
-
- Όνειρο:
- εξύπνησεν ο Λίβιστρος της ονειροπλασίας (Λίβ. (Lamb.) N 347 α).
[<ουσ. όνειρον + πλάθω + κατάλ. ‑σία]
- Όνειρο:
- ονειροπλεξία η.
-
- Πλοκή ονείρου:
- και πάλιν αφηγούμαι τους (ενν. εις τους αγούρους μου) την ονειροπλεξίαν (Λίβ. P 570).
[<ουσ. όνειρον + πλέκω + κατάλ. ‑σία. Η λ. στον Κουμαν., Συναγ.]
- Πλοκή ονείρου: