Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όμοια, επίρρ.
-
- α) Με τον ίδιο τρόπο, όμοια:
- τον οινοχόον … παραγγέλλει … και τον κελλάρην όμοια τῳ πρώτῳ κατηχίζει (Προδρ. IV 511)·
- β) σε ίδιο βαθμό, εξίσου:
- Είδες ποτέ σου βατραχούς … πώς όλοι πηδούν φοβούμενοι … ; Λέχοι, Μπογδάνοι όμοια … φοβηθήκα (Παλαμήδ., Βοηβ. 805)·
- γ) χωρίς εξαίρεση, αδιάκριτα:
- ο δράκων ο θάνατος … εις όλους υπάγει όμοια (Χίκα, Μονωδ. 129).
[πληθ. ουδ. του επιθ. όμοιος ως επίρρ. Η χρ. αρχ. Η λ. και σήμ.]
- α) Με τον ίδιο τρόπο, όμοια:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ομοιάζω [omiázo] Ρ2.1α : (λόγ.) μοιάζω.
[λόγ. < ελνστ. ὁμοιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοιάζω· εμοιάζω· μοιάζω.
-
- I. Ενεργ.
- Ά Μτβ. (με γεν. ή αιτιατ. ή με εμπρόθ. προσδ.)
- 1)
- α) Μοιάζω με κάπ. ή κ., παρουσιάζω ομοιότητες ή αναλογίες
- α1) (προκ. για εξωτερική εμφάνιση):
- δεν είναι υιός του πατρός μου … και δεν μασε μοιάζει (Χρον. σουλτ. 537)·
- εις την θεωριάν ομοιάζεις μετ’ εκείνον (Φλώρ. 722)·
- α2) (προκ. για ιδιότητες, συμπεριφορά, κ.τ.ό.):
- επήγεν ο διάβολος την Εύαν να πλανέσει, επειδή ήξερε ότι ομοιάζει του (Συναξ. γυν. 25· Θρ. Κων/π. Β 54)·
- α1) (προκ. για εξωτερική εμφάνιση):
- α) Μοιάζω με κάπ. ή κ., παρουσιάζω ομοιότητες ή αναλογίες
- 1)
- Ά Μτβ. (με γεν. ή αιτιατ. ή με εμπρόθ. προσδ.)
- (επιτιμητικά):
- εμάζωξες αυτεινούς που σου μοιάζου (Αλεξ. 821)·
- β) είμαι ανάλογος, συναφής:
- οι κριτάδες … να κρίνουν επάνω του παρόντος εγκλήματος και επάνω εις όσα του μοιάζουν (Ασσίζ. 31421).
- 2)
- α) Γίνομαι όμοιος, εξομοιώνομαι (συχνά και με εμπρόθ. προσδ. της αναφοράς):
- να ομοιάσεις τον Θεόν εις την δικαιοσύνη (Ιστ. Βλαχ. 1427)·
- (επιτιμητικά):
- (Σπαν. A 379)·
- Μη ομοιάσεις τας μωράς … παρθένους (Φυσιολ. (Legr.) 1103)·
- β) είμαι, γίνομαι ισάξιος, μιμούμαι κάπ.:
- θες του Ηρακλή του παινετού να μοιάσεις (Σουμμ. Παστ. φίδ. Ά [269])·
- να σας ομοιάσουν … εις … ανδρείαν (Αχέλ. 1109).
- 3) Παρομοιάζομαι:
- της φυλακής η πόρτα ομοιάζει πλάκας πέτρινης, τήν βάνουν εις το μνήμα (Σαχλ., Αφήγ. 441· Κυπρ. ερωτ. 110).
- 4)
- α) Φαίνομαι όμοιος, δίνω την εντύπωση:
- έμοιαζε του κοράκου (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24729)·
- πιθάριν ομοιάζει το στόμα σου (Σπανός A 16)·
- β) (με ειδική πρόταση):
- ομοιάζουν … ότι είναι μεθυσμένοι (Προδρ. ΙΙ 93)·
- ομοιάζει να ήτον σοφός άνθρωπος (Ροδινός 196).
- 5) Συγκρίνομαι, παραβάλλομαι:
- δεν είναι βάσανο να μοιάζει του δικού μου (Ερωφ. Ά 424)·
- να μην ευρίσκεται καμι’ άλλη να σου μοιάζει εις ομορφιά (Ερωτόκρ. Ά 918).
- 6) Ταιριάζω, αρμόζω:
- δεν πρέπει να κάμει τινάς πράγμα οπού να μην ομοιάζει τῳ Θεῴ (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 216v· Ερωτόκρ. Γ́ 1107).
- 7)
- α) Παρομοιάζω, συσχετίζω· ταυτίζω, αναγνωρίζω:
- Τούτη η εικόνα … σ’ εμέ την ίδια … την ομοιάζω (Ροδολ. Γ́ 418)·
- β) παραβάλλω, συγκρίνω:
- ομοιάζοντας την ασχημάδαν του κορμίου με την ομορφάδαν της ψυχής (Μπερτόλδος 4).
- Β́ Αμτβ.
- 1) Είμαι όμοιoς ή παρόμοιος με κάπ., παρουσιάζω ομοιότητες ή αναλογίες
- α) (προκ. για εξωτερική εμφάνιση):
- ουδέν ομοιάζουν οι αδελφοί εις πρόσοψιν και χάριν (Χρον. Μορ. H 1374)·
- β) (προκ. για ιδιότητες, συμπεριφορά, κ.τ.ό.):
- ομοίαζαν και τα ήθη τους (Λίμπον. 482).
- α) (προκ. για εξωτερική εμφάνιση):
- 2) Παρομοιάζομαι:
- μοιάζουν σαν τους χοίρους (ενν. οι φιλάργυροι) (Αιτωλ., Μύθ. 4612).
- 3) Φαίνομαι, δίνω την εντύπωση (με κατηγ.):
- μ’ αποθαμένος μοιάζεις (Ερωτόκρ. Ά 786)·
- όλα τα βουνία … ομοιάζουν ωσάν νησία (Πορτολ. Α 471).
- 4)
- α) (Στο τρίτο πρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει, πρέπει:
- πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του (Ερωτόκρ. Ά 88· Φαλιέρ., Ιστ. 98)·
- β) έχω αντιστοιχία,συμφωνώ:
- Το πράγμα δείχνει φανερόν και τα σημάδια μοιάζουν (Σουμμ., Παστ. φίδ. É [813]· Ροδολ. Γ́ 420).
- α) (Στο τρίτο πρόσ.) ταιριάζει, αρμόζει, πρέπει:
- 5) Γίνομαι φανερός, αναγνωρίζομαι:
- όσοί 'ναι που ψέματα λαλούσι μοιάζουσι ακ την θεωριά (Αιτωλ., Μύθ. 98).
- 6) Είμαι:
- να γράψω προς εσέν γραφή πονετική να μοιάζει (Φαλιέρ., Ενύπν. 2).
- 7) Συγκατατίθεμαι, συμφωνώ:
- μούδ’ οι καρδιές συμβάζουνται, μηδέ τα μάτια μοιάζου (Ερωτόκρ. Ά 1140).
- 8) Συναγωνίζομαι· συνερίζομαι, φιλονικώ:
- Τρεις αγριόκατοι ομοιάζουν, … διά να τον κερδίσουν (ενν. τον τόπον) (Χρησμ. X 22).
- Γ́ Απρόσ.
- 1) Φαίνεται, είναι πιθανό:
- ως μοιάζει, μαντάτο … κακό … σε βιάζει (Θυσ. 245)·
- Τ’ άκρη μου μοιάζει να 'ναι κρυά (Φαλιέρ., Ιστ. 73).
- 2) Είναι κ. «πρέπον», ταιριαστό:
- δεν ήμοιαζε ποτέ να μπεις εις έτοια κρίση (Ερωτόκρ. Ά 182).
- 3) Ισοδυναμεί:
- τον δε παροξυνόμενον αν τον κατονειδίσεις, ομοιάζει ότι ονείδισες … μεθυσμένον (Σπαν. A 246).
- II. (Μέσ.) συγκρίνομαι, παραβάλλομαι:
- εμοιάστη (ενν. η κόρη) και αυτόν τον Αφροδίτην (Αχιλλ. L 538).
[μτγν. ομοιάζω. Ο τ. μοιάζω στο Meursius και σήμ. Διάφ. τ. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κυπρ.]
- I. Ενεργ.
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοιαστής, επίθ.· πληθ. ομοιασθαί.
-
- Αυτός που μοιάζει, που είναι όμοιος με:
- όστις πράσσει τοιούτα … ομοιασθαί είν’ τους ειδωλολάτρες (Κανον. διατ. Β 509).
[<αόρ. του ομοιάζω + κατάλ. ‑τής]
- Αυτός που μοιάζει, που είναι όμοιος με:
[Λεξικό Κριαρά]
- ομοιαστός, επίθ.· 'μοιαστός.
-
- 1) Όμοιος:
- αγαπώ πλάσμαν, τό δεν είχεν 'μοιαστόν ο κόσμος (Κυπρ. ερωτ. 12519)·
- ομοιαστοί τους ειδωλολάτρες (Κανον. διατ. Α 1088 (βλ. και ομοιαστής)).
- 2)
- α) Ταιριαστός, πρέπων·
- (εδώ σε θέση ουσ.):
- να κάμω κάθε πρεπό, κάθε 'μοιαστό στον εδικό μας γάμο (Ερωτόκρ. Ά 1688)·
- (εδώ σε θέση ουσ.):
- β) (προκ. για γάμο) ταιριασμένος, πετυχημένος:
- 'μοιαστή παντρειά (Φορτουν. Γ́ 427).
- α) Ταιριαστός, πρέπων·
[<ομοιάζω. Ο τ. στο Meursius]
- 1) Όμοιος: