Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όμιλος ο [ómilos] Ο19 : ομάδα ανθρώπων που έχουν κοινά ενδιαφέροντα, ιδίως σε επωνυμίες συλλόγων, σωματείων κτλ.: Εκπαιδευτικός ~. Παναθηναϊκός Aθλητικός Όμιλος. Nαυτικός / ορειβατικός / ιππικός ~. ~ επιχειρήσεων. || ο χώρος στον οποίο συγκεντρώνονται τα μέλη ενός ομίλου: H κοπή της πίτας θα γίνει στον όμιλο στις 12 η ώρα.
[λόγ. < αρχ. ὅμιλος `συγκεντρωμένο πλήθος΄ & σημδ. γαλλ. groupe]