Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όμηρος ο [ómiros] Ο19 : αυτός που κρατείται ως εγγύηση για την εκτέλεση μιας συμφωνίας, απαίτησης κτλ.: Οι αεροπειρατές κρατούν τους επιβάτες του αεροπλάνου ως ομήρους. Aπελευθέρωσαν τους ομήρους. || αιχμάλωτος.
[λόγ. < αρχ. ὅμηρος]