Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όλον
15 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
όλον, επίρρ.· όλο.
  • 1) Εντελώς, ολοκληρωτικά:
    • (Αχιλλ. (Smith) N 1760), (Θησ. (Foll.) I 114).
  • 2) Αποκλειστικά, μόνο:
    • να έχει (ενν. ο βασιλέας) όλον άρχοντες μέσ’ από την Λεχίαν (Βίος Δημ. Μοσχ. 379).
  • 3) (Επιτ.) απολύτως, πλήρως:
    • απιλογήθηκε με λόγια όλο φαρμάκι (Ερωτόκρ. Β́ 950· Χρον. Μορ. P 3828
    • έκφρ. όλο(ν) πρωτύτερα = κατεξοχήν, πρώτα πρώτα:
      • (Ασσίζ. 40721, 19818).
  • 4) (Για να δηλωθεί η διάρκεια πράξης ή κατάστασης) συνεχώς, διαρκώς:
    • να ’λεγες όλον διά την αγάπην (Ερωτοπ. 476).
  • 5) (Για να δηλωθεί επανάληψη πράξης ή λόγου) ολοένα, κάθε φορά:
    • όλο αφράτα μας χαρίζει (Πτωχολ. α 801· Αιτωλ., Μύθ. 4218).
  • 6) (Προκ. για έκταση) παντού, σ’ όλη την επιφάνεια ή έκταση:
    • (Διήγ. Αλ. G 267
    • ολόγυρον του θώρακος όλον ξιφάρια έχει (Φυσιολ. (Legr.) 361).

[αρχ. επίρρ. όλον. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολόνεκρος, επίθ.
  • (Μεταφ.) που έχει παραλύσει τελείως (από ψυχική κατάπτωση):
    • Δέξου … από καρδίαν ολόνεκρον γραφήν εμψυχωμένην (Λίβ. Sc. 893).

[<ολο‑ + επίθ. νεκρός]

[Λεξικό Κριαρά]
ολονένα(ν), επίρρ.,
βλ. ολοένα.
[Λεξικό Κριαρά]
ολονήστικος, επίθ.
  • Τελείως νηστικός, θεονήστικος:
    • (Φορτουν. Ά 92).

[<ολο‑ + επίθ. νηστικός. Η λ. και σήμ. (ΑΛΝΕ)]

[Λεξικό Κριαρά]
ολονυκτί, επίρρ.,
βλ. οληνυκτίς.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ολονυκτία η [oloniktía] & ολονυχτία η [olonixtía] Ο25 : (εκκλ.) ιερή ακολουθία που διαρκεί όλη τη νύχτα· (πρβ. αγρυπνία): Στις εκκλησίες γίνονται ολονυκτίες λόγω των θεομηνιών. || (προφ., ειρ.) για ολονύκτια διασκέδαση: Πάλι ~ είχες χθες το βράδυ;

[λόγ. < μσν. ολονυκτία (ενν. ακολουθία) ουσιαστικοπ. θηλ. του ελνστ. επιθ. ὁλονύκτιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Κριαρά]
ολονυκτία η.
  • 1) Διανυκτέρευση, επαγρύπνηση όλη τη νύχτα:
    • οι Μόσχοβοι ολονυκτία 'ποίκαν, οι Λέχοι … εκοιμηθήκαν (Βίος Δημ. Μοσχ. 605).
  • 2) Ιερή ακολουθία με έντονα παρακλητικό χαρακτήρα που διαρκεί όλη τη νύχτα, αγρυπνία:
    • ολονυκτίες κάμουσιν όλα τ’ αγιαστήρια (αυτ. 738).

[θηλ. του επιθ. ολονύκτιος ως ουσ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολονυκτίζω· οληνυκτίζω· ολονυχτίζω.
  • 1)
    • α) Μένω άγρυπνος όλη τη νύχτα, ξενυχτώ (εδώ με την πρόθ. εις + αιτιατ.):
      • ολονυκτίζουν … εις το κρασίν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 558
    • β) (Προκ. για ερωτική σχέση) περνώ τη νύχτα μου με κάπ.:
      • ολονύχτισα μ’ ένα μου φίλο ομάδι (Κατζ. Β́ 354).
  • 2) Περνώ κάπου όλη τη νύχτα, διανυκτερεύω:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 25110).

[<ουσ. ολονυκτία + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολονύκτιον, επίρρ.· ολονυκτίον.
  • Σε όλη τη διάρκεια της νύχτας
    • α) (προκ. για ιερή ακολουθία):
      • έκαμαν εις την Μητρόπολιν … δέησες ολονύκτιον (Συναδ. φ. 85r
    • β) (προκ. για επιφυλακή, επαγρύπνηση):
      • εις το φουσσάτον … ολονυκτίον … να γίνει αγρυπνία, να μην … έλθωσι αιφνίδια οι εχθροί τους (Κορων., Μπούας 26).

[ουδ. του επιθ. ολονύκτιος ως επίρρ. Η λ. σε σχόλ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ολονύκτιος, επίθ.
  • (Προκ. για ιερή ακολουθία με έντονα παρακλητικό χαρακτήρα) που διαρκεί όλη τη νύχτα:
    • έκαμαν όλ’ οι ιερείς εις τες ενορίες τους ολονύκτιον δέησιν (Συναδ. φ. 54v
    • (προκ. για ατομική προσευχή):
      • εκοπίαζε περισσώς εις την άσκησιν με … προσευχήν και αγρυπνίαν ολονύκτιον (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 16372).
  • Το ουδ. ως ουσ. = ολονυκτία:
    • εξυπνούσι διά το ολονύκτιον, πάντες δε αγρυπνούσι (Προσκυν. Ιβ. 535 192).

[<ολο‑ + μτγν. επίθ. νύκτιος. Ουδ. ’ληνύχτιο σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 5. αι. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες