Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όλεθρος ο [óleθros] Ο19 : (λόγ.) πολύ μεγάλη καταστροφή ή βλάβη, αφανισμός: Οι βομβαρδισμοί έσπειραν τον όλεθρο και την καταστροφή.
[λόγ. < αρχ. ὄλεθρος]
[Λεξικό Κριαρά]
- όλεθρος ο.
-
- 1)
- α) Καταστροφή· θάνατος:
- (Δούκ. 30525), (3773)·
- β) (μεταφ. προκ. για την ψυχή) φθορά, καταστροφή:
- (Απολλών. 533).
- α) Καταστροφή· θάνατος:
- 2) Φθορά της παρθενίας, αποπλάνηση:
- απέφυγεν τον όλεθρον του πλάνου και σώαν … την παρθενιάν της είχεν (Απολλών. 605).
[αρχ. ουσ. όλεθρος. Η λ. και σήμ.]
- 1)