Παράλληλη αναζήτηση
181 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όι [ói] επιφ. : (λαϊκότρ.) δηλώνει πόνο, λύπη, απόγνωση: ~ ο δύστυχος τι έπαθε! || με επανάληψη: ~ ~ μάνα μου!
[μσν. όι < αρχ. οἴ (με διατήρηση της αρχ. προφ. [óι] ), ηχομιμ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- οιβοί, επιφ.
-
- (Για έκφρ. ενθουσιασμού):
- Θειασμού (ενν. επιρρήματα): ω καλά, αχ α, οιβοί (Σοφιαν., Γραμμ. 82).
[<αρχ. επιφ. οιβοιβοί με συγκ.]
- (Για έκφρ. ενθουσιασμού):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οίδα [íδa] Ρ : (λόγ.) κυρίως στις εκφράσεις τις οίδε ή Kύριος οίδε, κανείς δεν ξέρει, είναι τελείως άγνωστο. εν ~ ότι ουδέν ~, ένα μόνο ξέρω, ότι δεν ξέρω τίποτε.
[λόγ. < αρχ. οrδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οίδημα το [íδima] Ο49 : (ιατρ.) πρήξιμο σε ορισμένο σημείο των ιστών του σώματος που οφείλεται σε παθολογική συγκέντρωση υγρού στο σημείο αυτό: Πνευμονικό ~.
[λόγ. < αρχ. οἴδημα]
[Λεξικό Κριαρά]
- οιδημάζω.
-
- Φουσκώνω, πρήζομαι:
- η φλέβα η κεφαλιακή ει κακώς κεντηθήναι, … οιδημάζει και ταχύν τον θάνατον υποφέρει (Ιατροσόφ. 7712).
[<ουσ. οίδημα + κατάλ. ‑άζω]
- Φουσκώνω, πρήζομαι:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οιδιπόδειος -α -ο [iδipóδios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Οιδίποδα. || (ψυχαν.) κυρίως στον όρο οιδιπόδειο σύμπλεγμα ή σύμπλεγμα του Οιδίποδα, για ερωτική προσήλωση του γιου στη μητέρα του. || (ως ουσ.) το οιδιπόδειο, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα.
[λόγ. < ελνστ. Οἰδιπόδειος `που αναφέρεται στον Οιδίποδα΄, ο όρος μτφρδ. γερμ. ῖdipuskomplex]
[Λεξικό Κριαρά]
- οιδυό, αριθμητ.,
- βλ. δύο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οιηματίας ο [iimatías] Ο3 : (λόγ.) αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, που νομίζει ότι είναι σπουδαίος· αλαζόνας: Είναι ~ και πολύ φιλόδοξος.
[λόγ. < ελνστ. οἰηματίας]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οίηση η [íisi] Ο33 : (λόγ.) η ιδιότητα του οιηματία· αλαζονεία: Άνθρωπος ταπεινός, χωρίς ~. Mιλάει με πολλή ~.
[λόγ. < αρχ. οἴη(σις) -ση]
[Λεξικό Κριαρά]
- οικειοβούλως, επίρρ.
-
- Με την ίδια (μου) τη θέληση, «οικείᾳ βουλήσει»:
- εις Μακεδόνων έρχονται χώραν οικειοβούλως (Βίος Αλ. 1141).
[<επίθ. *οικειόβουλος ή <συμφ. των επιρρ. οικειοθελώς + αυτοβούλως· πβ. και συνεκφ. οικείᾳ βουλήσει (TLG). Η λ. σε κείμ. του 11. αι. (Caracausi)]
- Με την ίδια (μου) τη θέληση, «οικείᾳ βουλήσει»: