Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όθεν
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
όθεν, επίρρ.· όθε.
  • 1) (Τοπ.)
    •  
      • α1) (για να δηλωθεί κίνηση από ένα τόπο) απ’ όπου:
        • (Ερωφ. Δ́ 428), (Πόλ. Τρωάδ. 7067
      • α2) εκεί απ’ όπου:
        • 'ς τέλος γυρίζω γέροντας όθεν ξαθός εβγήκα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [12]
    • β) (για να δηλωθεί κίνηση προς ένα τόπο) προς όποια κατεύθυνση, προς όποιο σημείο:
      • εις φυγίον εβάλθησαν όθε ημπορεί καθένας (Χρον. Μορ. P 4825· Πικατ. 43
    •  
      • γ1) (για να δηλωθεί στάση) όπου:
        • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [2]), (Καλλίμ. 1816
      • γ2) εκεί όπου, στο σημείο που:
        • Διατί την παίδα δίδουσι, όθεν το κρίμα εγίνη (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [292]
    • δ) (με επόμ. το κι αν) όπου κι αν, οπουδήποτε:
      • Οι Μακεδόνες έτρεχαν τους Πέρσες κι εσκοτώναν … όθεν κι αν τους εσώναν (Αλεξ. 1222· 2030
    • ε) (σε μεταφ. για πρόσωπο):
      • Η αρετή δεν δύνεται όθεν ο πόθος πάει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [482]).
  • 2) (Χρον.)
    • α) όταν, κάθε φορά που:
      • όθεν τον ηβλέπασι (ενν. τον Αλέξανδρο) του κάμνασι μερέα (Αλεξ. 250· 1649
    • β) (στην αρχή πρότασης) στη συνέχεια, έπειτα, τότε:
      • αυτόν έφερον εν τῃ Πόλει· όθεν ο αυθέντης … δέδωκεν αυτῴ χώρας εις διατροφήν (Έκθ. χρον. 238· Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 184
    • γ) τότε λοιπόν:
      • απήτις την απαντοχήν της σωτηριάς μου εχάσα, όθεν εις τέλος έμελλε να καταντήσω επιάσα (Απόκοπ. 60).
  • 3) (Συμπερασμ.) ώστε, με αποτέλεσμα να:
    • Εις τόσον … έκλινε να πέσει (ενν. το δένδρον), όθεν η ρίζα την κορφήν εκέλευσε να θέσει (Απόκοπ. 52).
  • 4) (Αιτ.)
    • α) (στην αρχή πρότασης) γι’ αυτό το λόγο:
      • (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 301
    • β) επειδή, για το λόγο ότι:
      • (Διγ. Z 972).

[αρχ. επίρρ. όθεν. Ο τ. το 12. αι. και σήμ. λαϊκ. (ΛΚΝ). Η λ. και άλλοι τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες