Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όζον το [ózon] Ο53 (χωρίς πληθ.) : αέριο με γαλάζιο χρώμα και χαρακτηριστική οσμή που αποτελεί αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου: Tο ~ της ατμόσφαιρας παίζει βασικό ρόλο στην ύπαρξη ζωής, γιατί απορροφά τις υπεριώδεις ακτινοβολίες. Tρύπα του όζοντος, το κενό που δημιουργείται στο στρώμα του ατμοσφαιρικού όζοντος.
[λόγ. < γερμ. Οzon < ουδ. μεε. του αρχ. ρ. ὄζω `αναδίδω μυρωδιά΄]