Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- όγκος ο [óŋgos] Ο18 : 1. το τμήμα του χώρου που κατέχει κάθε υλικό σώ μα: Nτουλάπα ελαφριά αλλά δυσκίνητη λόγω του μεγάλου όγκου της. α. (φυσ., μαθημ.) φυσικό μέγεθος που μετρά το χώρο που καταλαμβάνει κά θε υλικό σώμα: Bασική μονάδα για τη μέτρηση του όγκου είναι το κυβι κό μέτρο. Ο ~ του κύβου / του κυλίνδρου / της πυραμίδας. || Aτομικός / μοριακός ~. β. κάθε υλικό σώμα που έχει όγκο, ιδίως μεγάλο: Ο ~ ενός κτιρίου / βουνού. Ορεινός ~. || (γεωλ.) για ενιαία μάζα πετρωμάτων. 2. ποσότητα, ιδίως μεγάλη, από κτ.: Όγκοι χωμάτων / νερού. Διαδήλωση μικρή σε όγκο αλλά πρωτοφανής σε ενθουσιασμό. Ο πρωθυπουργός μίλησε σε μια πρωτοφανή σε όγκο συγκέντρωση. Λογοτεχνικό έργο μεγά λο τόσο σε όγκο όσο και σε ποιότητα. || Ο (κύριος) ~, το μεγαλύτερο τμή μα. Ο ~ της παραγωγής / των εξαγωγών / των εισαγωγών μιας χώρας. 3. (ιατρ.) μάζα ιστών που δημιουργείται παθολογικά στο σώμα· (πρβ. νεόπλασμα): Kαλοήθης ~. Kακοήθης ~, καρκίνος. Εγχείρηση για αφαίρε ση όγκου.
ογκίδιο το YΠΟKΟΡ ιδίως στη σημ. 3. [λόγ.: 1: αρχ. ὄγκος· 2: σημδ. γαλλ. masse· 3: σημδ. γαλλ. tumeur· λόγ. όγκ(ος) -ίδιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- όγκος ο.
-
- 1) Η μάζα, το μέγεθος, οι διαστάσεις κάπ. πράγματος:
- (Βίος Αλ. 5202), (Δούκ. 2219).
- 2)
- α) (Προκ. να δηλωθεί μεγάλος αριθμός ή ποσότητα ή μεγάλη αξία):
- ακούσας τοίνυν ο … Ορχάν … τον της προικός όγκον … συνένευσεν ευκόλως (Δούκ. 5920)·
- β) (μεταφ.) μεγαλοπρέπεια:
- Τῳ γαρ πλουτείν διεπαρθείς και όγκῳ της ανδρείας στρατολογείν απήρξατο (ενν. ο αμιράς) Τούρκους και Διλεμίτας (Διγ. Gr. 15· 1970).
- α) (Προκ. να δηλωθεί μεγάλος αριθμός ή ποσότητα ή μεγάλη αξία):
- 3) Εξόγκωση·
- (προκ. για τη διόγκωση της κοιλιάς εγκύου γυναίκας) «φούσκωμα»:
- (Φλώρ. 102), (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 10).
- (προκ. για τη διόγκωση της κοιλιάς εγκύου γυναίκας) «φούσκωμα»:
- 4) (Μεταφ.) έπαρση, αλαζονεία:
- (Μανασσσ., Ποίημ. ηθ. 333).
[αρχ. ουσ. όγκος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Η μάζα, το μέγεθος, οι διαστάσεις κάπ. πράγματος: