Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- όγδοον, επίρρ.· όγδογον.
-
- (Σε απαρίθμηση) για να δηλωθεί η όγδοη σειρά:
- όγδογον δει πιστεύειν αυτόν (ενν. τον Κύριον) … ανεληφθείς εις τους ουρανούς (Κανον. διατ. Α 672).
[ουδ. του επιθ. όγδοος ως επίρρ. Η λ. και σήμ.]
- (Σε απαρίθμηση) για να δηλωθεί η όγδοη σειρά: