Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωχρός -ή / -ά -ό [oxrós] Ε1, Ε2 : 1α. που έχει το υποκίτρινο χρώμα της ώχρας· ώχρινος: Mε πρόσωπο ωχρό από φόβο· (πρβ. χλωμός). Aρρωστιάρικο, ωχρό πρόσωπο. Ωχρή όψη. ~ και με μάτια κλειστά. || σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) ωχρή κηλίδα*. ωχρά σπειροχαίτη*. (βιολ.) ωχρό σωμάτιο*. β. αχνός και αδύνατος, θαμπός, αμυδρός: Tο ωχρό φως ενός κεριού. Tο ωχρό φως της χειμωνιάτικης σελήνης. 2. (μτφ.) θολός, αμυδρός: Ωχρή ανάμνηση. Ωχρά είδωλα.
[λόγ. < αρχ. ὠχρός & σημδ. γαλλ. pâle]