Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωφέλιμος -η -ο [ofélimos] Ε5 : που ωφελεί κπ. ή κτ., που έχει μια καλή επίδραση ή αποτέλεσμα σε κπ. ή σε κτ.· επωφελής, ευεργετικός, χρήσιμος. ANT ανώφελος, βλαβερός, βλαπτικός: Ωφέλιμες ενέργειες / σκέψεις / συμβουλές. Ωφέλιμο βιβλίο. Άνθρωπος ~ για την κοινωνία. (λόγ. έκφρ.) (συνδυάζω) το τερπνό(ν)* μετά του ωφελίμου. || (ειδ.): Ωφέλιμο φορτίο / βάρος, το βάρος που μπορεί να μεταφέρει ένα όχημα, σε αντιδιαστολή προς το μεικτό βάρος ή προς το απόβαρο.
ωφέλιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὠφέλιμος]