Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωφέλημα το [ofélima] Ο49 : ό,τι ωφελείται κάποιος· (πρβ. όφελος, ωφέλεια): Tα ωφελήματα που παρέχει σε κάποιους ένας νόμος, πλεονεκτήματα, ευεργετήματα.
[λόγ. < αρχ. ὠφέλημα]