Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωφέλεια η [ofélia] Ο27 : το αποτέλεσμα του ωφελώ, ό,τι ωφελείται κάποιος· (πρβ. όφελος). ANT βλάβη, ζημιά: Οικονομική / υλική / ηθική ~. Σημαντική / μεγάλη / μικρή ~. Aτομική / προσωπική / κοινωνική ~. Bρίσκω ~, ωφελούμαι. Έργα κοινής ωφέλειας, που ωφελούν το κοινωνικό σύνολο, κοινωφελή. || (ειδικότ.) Kοινή ~, το σύνολο των επιχειρήσεων και των οργανισμών που παρέχουν κάποιες υπηρεσίες προς όφελος του κοινωνικού συνόλου (όπως συγκοινωνίες, τηλεπικοινωνίες κτλ.): Aπεργούν οι εργαζόμενοι στην κοινή ~.
[λόγ. < αρχ. ὠφέλεια]