Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωτορινολαρυγγολόγος ο [otorinolariŋgolóγos] Ο18 θηλ. ωτορινολαρυγγολόγος [otorinolariŋgolóγos] Ο35 : γιατρός ειδικευμένος στην ωτορινολαρυγγολογία: Πηγαίνω στον ωτορινολαρυγγολόγο.
[λόγ. < γαλλ. oto-rhino-laryngologiste < oto-rhino-laryngo(logie) = ωτορινολαρυγ γο(λογία) -logiste = -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]