Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωτίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωτίτης ο [otítis] Ο10 : (λόγ.) το μικρό δάχτυλο του χεριού.

[λόγ. < αρχ. ὠτ(ός) γεν. της λ. οyς `αυτί΄ -ίτης μτφρδ. γαλλ. auriculaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες