Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωσμωτικός -ή -ό [ozmotikós] Ε1 : (φυσ.) που αναφέρεται στην ώσμωση: Ωσμωτική πίεση, η πίεση που παρατηρείται κατά το φαινόμενο της ώσμωσης.
[λόγ. < γαλλ. osmotique < osmo(se) = ώσμω(σις) -tique = -τικός]