Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωρομίσθιο το [oromísθio] Ο40 : η αμοιβή για εργασία μιας ώρας, ωριαία αντιμισθία.
[λόγ. ωρο- + μισθ(ός) -ιον μτφρδ. γαλλ. salaire horaire ή γερμ. Stundenlohn]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωρομίσθιος -α -ο [oromísθios] Ε6 : που η αμοιβή του υπολογίζεται με βάση τις ώρες εργασίας· (πρβ. ημερομίσθιος): Έκτακτοι ωρομίσθιοι υπάλληλοι. Ωρομίσθια εργασία. || (ως ουσ.) ο ωρομίσθιος, ωρομίσθιος υπάλληλος: Tα κενά που παρατηρήθηκαν σε ορισμένα σχολεία, θα καλυφθούν με την πρόσληψη ωρομισθίων.
[λόγ. ωρομίσθι(ον) -ος]