Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωρολογιακός -ή -ό [orolojiakós] Ε1 : ~ μηχανισμός, μηχανισμός παρόμοιος με ρολόι που μπορεί, με την κατάλληλη ρύθμιση, να θέτει κτ. σε λειτουργία (ή να το σταματά) σε μια από πριν επιλεγμένη χρονική στιγμή. Ωρολογιακή βόμβα, που είναι συνδεδεμένη με ωρολογιακό μηχανισμό, ώστε να εκρήγνυται σε μια ορισμένη στιγμή.
[λόγ. ωρολόγι(ον) -ακός απόδ. αγγλ. clockwork, time bomb]