Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωριμότητα η [orimótita] Ο28 : α. η ιδιότητα του ώριμου. ANT ανωριμότητα: Mας κατέπληξε με τη σπάνια για την ηλικία του ~ της σκέψης του. β. ανώτατο στάδιο εξέλιξης, τελείωσης: H περίοδος της ωριμότητας ενός καλλιτέχνη / ενός ζωγράφου. Στα έργα της ωριμότητάς του εγκαταλείπει τη σατιρική διάθεση που διέκρινε τα πρώτα νεανικά του δημιουργήματα.
[λόγ. < ελνστ. ὡριμότης, αιτ. -ητα `μέστωμα καρπού΄ κατά τις σημ. της λ. ώριμος]