Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωριαίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωριαίος -α -ο [oriéos] Ε4 : α. που διαρκεί μια ώρα: Ωριαία εκπομπή. H νέα τηλεοπτική σειρά θα ολοκληρωθεί σε δέκα ωριαία επεισόδια. β. που αντιστοιχεί σε χρόνο μιας ώρας: H μέση ωριαία ταχύτητα ενός οχήματος. Ωριαία αντιμισθία, ωρομίσθιο. γ. (αστρον.) ωριαία άτρακτος*.

[λόγ. < ελνστ. ὡριαῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες