Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωραιοποιώ [oreopió] -ούμαι Ρ10.9 : παρουσιάζω, αναπαρασταίνω, περιγράφω ή αντιλαμβάνομαι κτ. έτσι που να φαίνεται, χωρίς να είναι, ωραίο, καλό, ευνοϊκό κτλ.· εξωραΐζω: ~ μια κατάσταση. Mην ωραιοποιείτε καταστάσεις που ήδη μας έχουν φέρει σε αδιέξοδο. H αισιοδοξία του πήγαζε μάλλον από μια ασύνειδη τάση να ωραιοποιεί τα πράγματα παρά από κάποια εμπιστοσύνη στις δικές του δυνάμεις.
[λόγ. ωραιο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. embellir]