Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωραιοποίηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωραιοποίηση η [oreopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ωραιοποιώ· εξωραϊσμός: Προσπάθεια ωραιοποίησης μιας κατάστασης.

[λόγ. ωραιοποιη- (ωραιοποιώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες