Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωραιοπάθεια η [oreopáθia] Ο27 : η τάση να θαυμάζει και να επιδεικνύει κανείς την ομορφιά του, η υπερβολική αυταρέσκεια· (πρβ. ναρκισσισμός).
[λόγ. ωραιο- + -πάθεια]