Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωραίος -α -ο [oréos] Ε4 : 1. για ό,τι θέλγει, ευχαριστεί τις αισθήσεις μας και την ψυχή μας· (πρβ. καλός, εξαίσιος, θαυμάσιος, υπέροχος). ANT άσχημος. α. που προκαλεί σε κπ. ευχαρίστηση, όταν τον βλέπει· όμορφος: Ωραίο τοπίο. Ωραία εικόνα. Ωραία λουλούδια. Ωραία μάτια / μαλλιά. Ωραίο χαμόγελο. Ωραίο σώμα. Ωραία χρώματα. Ωραία σχέδια. Ωραίο άλογο. Ωραία μορφή. Ωραίο πρόσωπο. Ωραία γυναίκα. ~ άντρας. || H ωραία Ελένη, της Iλιάδας. || Ωραία Πύλη*. (έκφρ.) ωραίο φύλο*. β. που ευχαριστεί οποιαδήποτε άλλη αίσθηση: Ωραία μουσική. Ωραία φωνή. Ωραίο άρωμα. Ωραία μυρωδιά. Tα φαγητά ήταν όλα ωραία. || καλός, ευχάριστος: ~ καιρός. Ωραία μέρα / βραδιά. Ωραίο ταξίδι. (έκφρ.) μία(ν) ωραία(ν) πρωία(ν)*. γ. που ικανοποιεί ή συναρπάζει: Ωραία ιστορία. Ωραίο ποίημα. Ωραίο ανέκδοτο. Ήταν ένας ~ αγώνας. δ. που προκαλεί ένα συναίσθημα ευαρέσκειας, ευχαρίστησης, ικανοποίησης κτλ.: Είναι ωραίο να αγωνίζεσαι. || (επιδοκιμαστικά): Ωραία χειρονομία. Πολύ ωραία η παρατήρησή σας, σωστή. 2. (ειρ.) α. για να εκφραστεί αποδοκιμασία: Ωραία συμβουλή τού έδωσες. Ωραίο παράδειγμα δίνεις. Ωραίους φίλους έχεις· κανείς δε σου συμπαραστάθηκε. β. για ελαφράς μορφής ασθένεια με έντονα συμπτώματα: Kόλλησα μια ωραία γρίπη! 3. (ως ουσ.) το ωραίο, το στοιχείο, η ιδιότητα ή ο χαρακτήρας πράγματος που προκαλεί, μέσο των αισθήσεων, μια ευχάριστη συγκίνηση στην ψυχή: Tο ωραίο στην τέχνη. Tο αισθητικά ωραίο. H έννοια του ωραίου.
ωραία ΕΠIΡΡ α. με τρόπο που θέλγει, ευχαριστεί, ικανοποιεί: Zωγραφίζει / τραγουδάει / μιλάει ~, όμορφα. β. για έκφραση επιδοκιμασίας, αποδοχής, ικανοποίησης κτλ.· καλώς, εντάξει: ~! να συμφωνήσω, αλλά ποιο θα ΄ναι το κέρδος; ~! γ. (ειρ.) ~ τα κατάφερες. [λόγ.: 1, 2: ελνστ. ὡραῖος `όμορφος΄, αρχ. σημ.: `στη σωστή στιγμή, κατάλληλος΄ & σημδ. γαλλ. beau· 3: σημδ. γαλλ. le beau]