Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωρίμανση η [orímansi] & ωρίμαση η [orímasi] Ο33 : 1. η διαδικασία και το αποτέλεσμα του ωριμάζω: Xρησιμοποιούν φυτοφάρμακα, για να επιταχύνουν την ~ των καρπουζιών. 2. (ειδ.) η κατάσταση (δημόσιου) υπαλλήλου που έχει εξαντλήσει, λόγω χρόνου υπηρεσίας, όλη τη μισθολογική και βαθμολογική κλίμακα.
[λόγ. ωριμα- (ωριμάζω) -σις > -ση & αναλ. προς το αρχ. γήρανσις (< γηράσκω αναλ. προς το ὑγίαν-σις) για να δείχνει περισσότερο “αρχ.”]