Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωορρηξία η [ooriksía] Ο25 : (ιατρ.) η ρήξη του ωοθυλακίου και η πτώση του ωαρίου προς συνάντηση με το σπερματοζωάριο.
[λόγ. ωο- + ρήξ(ις) -ία (για τη γραφή -ρρ- δες στο απορρυθμίζω)]