Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωοθήκη η [ooθíki] Ο30 : α. (ιατρ., ανατ., βιολ.) το αναπαραγωγικό όργανο θηλυκού οργανισμού (ανθρώπου ή ζώου) στο οποίο παράγονται τα ωάρια: Nοσήματα ωοθηκών. β. (βοτ.) το τμήμα του άνθους που περιλαμβάνει τα ωάρια του φυτού και μεταβάλλεται μετά τη γονιμοποίηση σε καρπό.
[λόγ. ωο- + -θήκη απόδ. γαλλ. ovaire]