Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωοειδής -ής -ές [ooiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα του αυγού (κότας) ή της κατά μήκος τομής του· αυγόσχημος: Ωοειδές σχήμα προσώπου.
[λόγ. < αρχ. ᾠοειδής]