Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωμότητα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωμότητα η [omótita] Ο28 : α. η ιδιότητα ή ο τρόπος, ο χαρακτήρας του ωμού. β. (πληθ.) για εγκλήματα που διαπράττονται με τρόπο βάρβαρο και κτηνώδη, συνήθ. σε βάρος ενός πληθυσμού αδύναμου να αμυνθεί· βαρβαρότητες: Kαταγγέλθηκαν στον ΟHΕ οι ωμότητες των εισβολέων.

[λόγ. < αρχ. ὠμότης, αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες