Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ωμοφόριο το [omofório] Ο40 : (εκκλ.) η πλατιά και επιμήκης υφασμάτινη ταινία την οποία φορούν στους ώμους τους οι επίσκοποι κατά τη διάρκεια μιας ιεροτελεστίας: Mέγα / μικρό ~.
[λόγ. < ελνστ. ὠμοφόριον]