Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωμοπλινθοδομή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ωμοπλινθοδομή η [omoplinθoδomí] Ο29 : (λόγ.) πλινθόκτιστη κατασκευή (τοίχος κτλ.).

[λόγ. ωμόπλινθ(ος) -ο- + δομή κατά το πλινθοδομή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες