Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψύχρανση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψύχρανση η [psíxransi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ψυχραίνω.

[λόγ. < ελνστ. ψύχραν(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες