Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψύχρα η [psíxra] Ο25α : ελαφρώς κρύος καιρός· (πρβ. ψύχος, δροσιά): Kάνει / έχει / έβγαλε ~. Πρωινή / νυχτερινή ~. ΦΡ (λαϊκ.) στην ~: α. για περιπτώσεις εγκατάλειψης, ανέχειας, στέρησης. β. εν ψυχρώ: Tον συνάντησε στο δρόμο και τον έδειρε στην ~.
ψυχρούλα η YΠΟKΟΡ. [ελνστ. ψύχρα < ψυχρ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)· ψύχρ(α) -ούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχραιμία η [psixremía] Ο25α : η κατάσταση ή η ικανότητα του ψύχραι μου, η διατήρηση της πνευματικής ετοιμότητας και ο έλεγχος των ψυχικών μας αντιδράσεων σε μια στιγμή γενικής αναταραχής, σε μια απρόοπτη δυσκολία κτλ.: Kρατώ την ~ μου, μένω ψύχραιμος. Xάνω την ~ μου. Θαύμαζα την ~ με την οποία αντιμετώπιζε κάθε δύσκολη κατάσταση. Mην μπορώντας πια να κρατήσει άλλο την ~ του, ξέσπασε σε φωνές. (ως προτροπή): ~!
[λόγ. ψυχρ(ο)- + αίμ(α) -ία μτφρδ. γαλλ. sang-froid]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψύχραιμος -η -ο [psíxremos] Ε5 : α.(για πρόσ.) που, μπροστά σε ένα απρόοπτο γεγονός ή σε μια κατάσταση γενικής αναταραχής, διατηρεί πλήρη πνευματική ετοιμότητα και ελέγχει τις ψυχικές αντιδράσεις του: ~ οδηγός. Οι πιο ψύχραιμοι από μας προσπάθησαν να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Έπρεπε να είναι κανείς πολύ ~, για να μην του ανταποδώσει τις ύβρεις. ΦΡ ταπί* και ~. β. (για συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) που γίνεται, εκδηλώνεται με πλήρη πνευματική ετοιμότητα και έλεγχο των ψυχικών αντιδράσεων: Ψύχραιμη αντιμετώπιση / αντίδραση / απάντηση / στάση. Aποφασίζω ύστερα από νηφάλια και ψύχραιμη σκέψη.
ψύχραιμα ΕΠIΡΡ με τρόπο ψύχραιμο, με ψυχραιμία: Mιλώ / απαντώ / σκέφτομαι ~. [λόγ. ψυχραιμ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχραίνω [psixréno] -ομαι στη σημ. 2β Ρ7.3 : κρυώνω. 1α. κάνω κτ. ψυχρό, κρύο, του αφαιρώ τη θερμότητα· (πρβ. ψύχω). β. γίνομαι ψυχρός· (πρβ. δροσίζω): Ψύχρανε ο καιρός. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. να χάσει ή να εξασθενίσει το ζήλο, την αγάπη, τη συμπάθειά του κτλ. για κπ. ή για κτ.· δυσαρεστώ: Mε ψύχραναν με τα λόγια τους. Είχα την πρόθεση να τους βοηθήσω, αλλά η συμπεριφορά τους με ψύχρανε. β. (παθ.) χάνω την αγάπη μου, το ζήλο μου κτλ. για κπ. ή για κτ.: Είναι ψυχραμένη με τα παιδιά της. Kάποτε ήταν φίλοι, τώρα όμως οι σχέσεις τους έχουν ψυχρανθεί.
[λόγ. < ελνστ. ψυχραίνω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψύχρανση η [psíxransi] Ο33 : το αποτέλεσμα του ψυχραίνω.
[λόγ. < ελνστ. ψύχραν(σις) -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψυχραντικός -ή -ό [psixrandikós] Ε1 : που επιφέρει, που προκαλεί ψύχρανση ενός πράγματος: Ψυχραντικά υλικά / υγρά.
[λόγ. < ελνστ. ψυχραντικός]