Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψωροπερηφάνια η [psoroperifána] Ο25α : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του ψωροπερήφανου· η κακώς εννοούμενη περηφάνια· ξιπασιά: Aπό ~ και μόνο αρνήθηκε τη βοήθεια των φίλων του. Άσε τις ψωροπερηφάνιες και πήγαινε να ζητήσεις συγγνώμη. Aφήστε τις ψωροπερηφάνιες! δεν είναι σπουδαία πράγματα αυτά για να μη μιλάτε.
[ψωρο- 2 + περηφάνια]