Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψωροπερήφανος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωροπερήφανος -η -ο [psoroperífanos] Ε5 : (μειωτ., για πρόσ.) που, με την όλη συμπεριφορά του ή με μια συγκεκριμένη ενέργειά του, δείχνει περηφάνια σε περιπτώσεις που δε θα έπρεπε (γιατί είναι πολύ φτωχός ή γιατί η μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα)· ξιπασμένος: Ψωροπερήφανη και ακατάδεχτη γυναί κα. || (ως ουσ.): Tον ψωροπερήφανο! ακόμη και του αδελφού του τη βοήθεια αρνήθηκε.

[ψωρο- 2 + περήφανος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες