Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ψωριάρης -α -ικο [psorjáris] Ε9 : (προφ. για άνθρ. ή ζώο) α. που πάσχει από ψώρα· ψωραλέος: Ψωριάρα γάτα. Ψωριάρικο σκυλί. β. (μτφ., ως μειωτ. χαρακτηρισμός προσώπου) τιποτένιος, άθλιος, αχρείος, ελεεινός, ψωραλέος, ψειριάρης: Ψωριάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Mην τον ακούς, τον ψωριάρη. ΠAΡ Όλοι αντάμα κι ο ~ χώρια*.
[μσν. ψωρ(άριος < ψώρ(α) -άριος δες -άρης) -ιάρης]