Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψωριάρης -α -ικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ψωριάρης -α -ικο [psorjáris] Ε9 : (προφ. για άνθρ. ή ζώο) α. που πάσχει από ψώρα· ψωραλέος: Ψωριάρα γάτα. Ψωριάρικο σκυλί. β. (μτφ., ως μειωτ. χαρακτηρισμός προσώπου) τιποτένιος, άθλιος, αχρείος, ελεεινός, ψωραλέος, ψειριάρης: Ψωριάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Mην τον ακούς, τον ψωριάρη. ΠAΡ Όλοι αντάμα κι ο ~ χώρια*.

[μσν. ψωρ(άριος < ψώρ(α) -άριος δες -άρης) -ιάρης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες